Βιβλία Archives - Inspired by Words https://inspiredbywords.eu/category/βιβλία/ Βιβλία, ταινίες, μουσική, φωτογραφία Thu, 22 Sep 2022 22:14:42 +0000 el hourly 1 https://wordpress.org/?v=6.1.1 https://inspiredbywords.eu/wp-content/uploads/2022/08/cropped-completion-1-32x32.jpg Βιβλία Archives - Inspired by Words https://inspiredbywords.eu/category/βιβλία/ 32 32 Το χρώμα της Νύχτας – Γιάννης Καλογιάννης https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%cf%89%ce%bd/to-xrwma-ths-nyxtas/ https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%cf%89%ce%bd/to-xrwma-ths-nyxtas/#respond Thu, 20 May 2021 17:07:00 +0000 https://inspiredbywords.eu/?p=2388 Η ιστορία του Γιάννη Καλογιάννη, του άγνωστου Έλληνα συγγραφέα που πολέμησε σε Β βαλκανικό και Α παγκόσμιο πόλεμο, έγραψε την αυτιοβιογραφία του στο χαράκωμα η οποία παραλίγο να γίνει ταινία και εξαφανίστηκε για πάντα στα βουνά της Πρωσίας για χάρη ενός μεγάλου έρωτα.

The post Το χρώμα της Νύχτας – Γιάννης Καλογιάννης appeared first on Inspired by Words.

]]>
0 0
Read Time:14 Minute, 6 Second
2009 - Εκδόσεις Χίμαιρα. Εκδότης Μάνος Θάλλιαρης
έκδοση 2009 – Εκδόσεις Χίμαιρα. Εκδότης Μάνος Θάραλλης

Μια φορά κι έναν καιρό, το Φθινόπωρο του 1913, λίγους μήνες μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου που σήμαινε το τέλος του Β’ Βαλκανικού πολέμου, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α, γνωρίζοντας πως αυτή η ταραχώδης εποχή έφτανε στο τέλος της, μάζεψε τους ποιο πιστούς στρατιώτες του και τους παρέταξε για μια τελευταία φορά στα ανάκτορα του Τατοΐου. Εκείνος στάθηκε στην κεφαλή ντυμένος με στρατιωτική περιβολή και αφού χαιρέτησε κάθε έναν ξεχωριστά, τους ζήτησε να του απευθύνουν μια χάρη. Αυτή θα μπορούσε να αφορά οποιαδήποτε επιθυμία τους: Ένα σπίτι, μια δουλειά ή ακόμη και κάποια γυναίκα.

Οι πονηροί του ζήτησαν μια θέση σε κάποιο δημόσιο αξίωμα, οι πεινασμένοι λύρες, οι ταπεινοί ένα κομμάτι γης και οι ανόητοι να τους παντρέψει. Όμως, σε μια από τις τελευταίες γραμμές της παράταξης, ο Γιάννης Καλογιάννης, ισιώνοντας το μουστάκι του βλοσυρός είχε μιαν άλλη σκέψη στο μυαλό του. Πιθανόν μέσα του γυρόφερνε η τελευταία εικόνα της μάχης της Σντζιρλίτσας, μιας μικρής πεδιάδας έξω από τα Σόφια, σχεδόν 11 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή μέσα από τα σύνορα της Βουλγαρίας, καθώς έστρεφε το άλογο να κοιτάξει για μια και μοναδική φορά πίσω, πριν επιστρέψει στην πατρίδα.

Στις αρχές του καλοκαιριού, ύστερα από τη νίκη του Ελληνικού στρατού στη μάχη της Τζουμαγιάς, οι Βούλγαροι ξεκίνησαν να χάνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Η 7η μεραρχία επέστρεψε στην Ελλάδα με σκοπό να προελαύσει στην Θράκη ενώ πολλά από τα στρατεύματα, αποδυναμωμένα από τις μάχες και τις κακουχίες, εγκλωβίστηκαν στα εδάφη της Βουλγαρίας. Ο Κωνσταντίνος, υστερα από την δολοφονία του πατέρα του, Γεώργιου του Ά, είχε ριχθεί στον αγώνα διψασμένος και δεν έδειχνε διάθεση οπισθοχώρησης παρότι το τέλος του πολέμου έγινε διαφαινόμενο και οι επιστολές του Ελευθέριου Βενιζέλου για αποδοχή μελλοντικής ανακωχής κατέφθαναν στη σκηνή του. Παρόλα αυτά, και υπό το ιστορικό διακύβευμα να παραδοθεί στα χέρια του η πόλη της Θεσσαλονίκης, αποφασίζει αιφνιδιαστικά να μετακινηθεί νότια υπό την συνοδεία μιας μονάδoς ιππικού, ώστε να ενωθεί με την 3η μεραρχία και να μεταφερθεί μαζί της ως τα σύνορα.

Την δύση της 16ης Ιουλίου το άγημα ανηφορίζει έναν άγνωστο λόφο πίσω από τον οποίο ακούγονται τουφεκισμοί. Οι ανιχνευτές είχαν ενημερώσει τον Κωνσταντίνο πως παρακολουθούνταν από αντάρτες και πως το γρηγορότερο μονοπάτι ανοίγονταν πίσω από εκείνα τα βουνά που περιτρυγίριζαν, σύμφωνα με τον τοπικό χάρτη, την πεδιάδα της Σντζιρλίτσας. Με το ενδεχόμενο οι Βούλγαροι να τους προφτάσουν στο δάσος και η ζωή του Βασιλιά να τεθεί σε κίνδυνο, συμφωνήθηκε πως χρειαζόταν να ενεργήσουν ηρωικά και να διασχίσουν το πεδίο της μάχης. Ύστερα από εισήγηση του αντιστράτηγου Καπετάν Τζανέτου, η έφοδος θα πραγματοποιούνταν καθέτως του μετώπου ώστε να αποφευχθούν οι περιμετρικοί κανιοβολισμοί και θα χρησιμοποιούνταν κυρίως σπάθες ώστε να έχουν το πλεονέκτημα της κοντινής επαφής. Η κίνηση ήταν ριψοκίνδυνη και για να έχει πιθανότητες επιτυχίας θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί άρτια από όλη την μονάδα.

Την ώρα της επίθεσης οι φλόγες βρισκόταν στο ζενίθ τους. Τα άλογα έδειχναν ανήσυχα και οι άντρες τους φορέσαν παροπίδες. Πριν καβαλικεύσουν, όλοι προσευχήθηκαν στα όπλα τους. Την 8η απογευματινή οι τυμπανοφορείς ξεκίνησαν το εμβατήριο και η μονάδα πραγματοποίησε έφοδο. Όλοι ήταν έτοιμοι να πεθάνουν. Ανάμεσα τους κι ο Γιάννης Καλογιάννης, ο οποίος ήλπιζε πως είχε φθάσει επιτέλους η ώρα του να πέσει ένδοξα στην μάχη, εκπλειρώνοντας έτσι το αντρικό χρέος της τιμής του, όμοια με τον πατέρα του, πεσόντα της μάχης των Γιαννιτσών. Όμως, δυστυχώς για εκείνον, η μοίρα είχε διαλέξει να μην τον σκοτώσει με σπάθα αλλά με ένα πολύ πιο επώδυνο όπλο: εκείνο του έρωτα.

Οι άντρες ρίχθηκαν στη μάχη με τέτοια αποφασιστικότητα ώστε πίσω τους άφησαν τόση βαρβαρότητα που κανείς από τους επιζήσαντες δεν θέλησε ποτέ να την περιγράψει με όλες της τις λεπτομέρειες. Όπως ο ίδιος ο Καλογιάννης γράφει, φεύγοντας από το πεδίο της μάχης έστρεψε για λίγο το χαλινάρι του αλόγου του για να κοιτάξει πίσω. Το θέαμα που αντίκρισε ήταν τόσο βιβλικό, που στο βιβλίο του ο ίδιος το περιγράφει ως “μονοπάτι ανάμεσα από ακρωτηριασμένους όμοιο με εκείνο που ο Μωυσής άνοιξε μέσα από τα νερά της Ερυθράς θάλασσας”. Παρόλα αυτά, ο στόχος είχε επιτευχθεί: Η δίοδος του Βασιλιά ξανοίγονταν με ασφάλεια και σύντομα θα μπορούσε να ενωθεί με το υπόλοιπο στράτευμα και να χριστεί επίσημα νικητής και στρατηλάτης του πολέμου.

Λίγους μόλις μήνες αργότερα, εκείνο το ήρεμο πρωινό στο δασόκτημα του Τατοιου, το οποίο σε τίποτα δεν θύμιζε την συμφορά της μάχης, σε αντίθεση με τους περισσότερους παρεβρισκόμενους που έδειχναν εξαιρετικά ήρεμοι, στο μυαλό του Καλογγιάνη τριγυρνούσαν οι κλανγές των όπλων, το κροτάλισμα από τις οπλές των αλόγων και οι κραυγές των λογχισμένων. Ίσως γνωρίζοντας πως η ψυχή του δεν θα κατάφερνε να βρει γαλήνη σε μια κοινή ζωή, αποφάσισε να κάνει την πιο ανιδιοτελή πρόταση που κάποιος είχε κάνει ποτέ στον Βασιλιά: Αντί για χρήματα, γυναίκα ή χωράφια, ζήτησε ένα άλογο και το προνόμιο να τον ακολουθεί παντού. Μια πρόταση που έγινε αποδεκτή την ίδια κιόλας στιγμή και το άλογο του παραδόθηκε άμεσα, υπό το εμβατηριακό σάλπισμα της στρατιωτικής τρομπέρτας.

Τα αστέρια είναι στον ουρανό και τα λουλούδια στη γη. Κι εγώ είμαι κάτω. Πάνω μου ταξιδεύουν σύννεφα. Ήλιοι χρυσοί φωτίζουν τις στράτες μας και οι επόμενοι μας θα αποπνέουν οσμές πάγων.

Οι επόμενοι μήνες κύλισαν γαλήνια για τον ίδιο στα ανάκτορα. Ο Καλογιάννης έχοντας την εμπιστοσύνη του Βασιλιά απολάμβανε το προνόμιο να συζητά μαζί του για θέματα διπλωματίας και τακτικής. Όταν δεν είχε υποχρεώσεις, τον συνόδευε στο κυνήγι ενώ άλλες φορές επέλεγε να περιπλανηθεί μόνος σε κάποιο από τα μονοπάτια του Τατοίου με την συντροφιά ενός βιβλίου. Φαίνεται πως στην πλούσια βιβλιοθήκη του Βασιλικού ανακτόρου ανακάλυψε την μαγεία της λογοτεχνίας και οι λέξεις σταδιακά ξεκίνησαν να ασκούν μια ακαταμάχητη επιρροή επάνω του. Πότε στους κήπους και πότε σε κάποια κορυφή, μόνος ή με το άλογο του, όλο και συχνότερα καθώς ο καιρός περνούσε, έβρισκε συντροφιά στις λέξεις. Και ενώ το διάβασμα αρχικά αποτέλεσε μια διέξοδο στη μοναξιά του, η αναζήτηση μιας πραγματικότητας στην οποία η ζωή λειτουργεί με την ένρυθμη μαεστρία των σπουδαίων ιστοριών, τον έκαναν γρήγορα ακόμη πιο απόμακρο και μόνο.

Μετά την προσωπική επιτυχία του Κωνσταντίνου στον πόλεμο, η οποία του χάρισε τον τίτλο του στρατηλάτη και έστρεψε τα φώτα της Ευρώπης επάνω του, ο Καλογιάννης, ο οποίος τον ακολουθούσε στην πλειονότητα των δεξιόσεων στις οποίες παρεβρίσκονταν, είχε το προνόμιο να κουβεντιάσει με κάποιες από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της Ευρώπης εκείνον τον καιρό. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, ο Κωνσταντίνος ανάθετε στον Καλογιάννη να γράφει τις απαντητικές επιστολές του παλατιού προς τον τύπο. Πιθανόν, αυτή πρέπει να ήταν και η πρώτη του επαφή με την τέχνη του γραπτού λόγου. Μια τέχνη που πάντως είχε την δυνατότητα να εξασκήσει αρκετά εντατικά μέσα στο έτος, αφού από τα ανάκτωρα εστάλησαν περισσότερες από εξακόσιες απαντητικές συνεντεύξεις σε μεγάλα δημοσιογραφικά πρακτορεία ανά τον κόσμο, αν και αδιευκρύνιστο παραμένει πόσες από τις οποίες έγραψε ο ο Καλογιάννης, ο ίδιος ο Βασιλιάς ή κάποιος άλλος γραμματέας. Είναι πάντως εμφανές πως τόσο το φυσικό κλίμα του Τατοίου όσο και η εκλεπτισμένη καθημερινότητα της αυλής, καταπράιναν τις φρικαλέες παραστάσεις και έδωσαν την δυνατότητα σε ορισμένες βαθύτερες ευαισθησίες να αναπτυχθούν. Πιθανόν, εκείνες ήταν οι πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής του.

Τα Χριστούγεννα του ’13 ο Κωνσταντίνος θα συναντήσει τον Τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο στην Αθήνα για να συζητήσουν την έξαρση του μιλιταρισμού στην Ευρώπη. Παρουσία του Καλογιάννη, πραγματοποιούν την περιήγηση στην Αθήνα και το βράδυ παρακολουθούν την παράσταση του μπαλέτου της Αγίας Πετρούπολης που έχει προσκληθεί στην πόλη για τους εορτασμούς. Στην δεξίωση που ακολουθεί, ο Καλογιάννης γνωρίζει μια από τις ηθοποιούς και την ερωτεύεται. Tο όνομα της παραμένει άγνωστο. Η ζωή του άξαφνα αποκτάει όραμα και μέχρι την πρωτοχρονιά βιώνει για πρώτη φορά ένα πάθος διαφορετικό από εκείνο της μάχης.

Στο εξής, τα βράδυα παρακολουθεί τις παραστάσεις της κι εκείνη τον περιμένει για να περπατήσουν μαζί στους φωταγογημένους δρόμους της Αθήνας. Η νύχτα τους βρίσκει στο πατρικό του σπίτι στο Ζωγράφου. Εκείνος της διηγείται ιστορίες πολέμου κι αυτή φροντίζει τις ανεπούλωτες πληγές του. Ο πόλη γιορτάζει και οι φωταγογημένοι δρόμοι μεγενθύνουν ακόμη περισσότερα τα συναισθήματα τους. Για εκείνη, ο φειδωλός και ακατέργαστος χαρακτήρας του αποτελεί ένα μυστήριο. Αυτός απολαμβάνει την τελειότητα την παρουσία της στις απλές κινήσεις των χεριών της. Οι αντιθέσεις τους τούς χαρίζουν γέλιο και εξιτάρουν τα όνειρα. Καθώς μιλούν, μαθαίνουν λέξεις από τις γλώσσες τους ο ένας στον άλλο. Δεν αναφέρουν σε κανέναν τον ερωτά τους, όμως εκείνη τον προσκαλεί στα παρασκήνια και αυτός στέλνει τριαντάφυλλα που μαζεύει απ’ το παλάτι στο καμαρίνι της. Οι ημέρες κυλούν γρήγορα για το νέο έτος.

Καθώς περπατούν, του υποδεικνύει πως κρατούν σωστά το χέρι μιας κοπέλας στην πόλη της. Η Αθήνα της φαίνεται μικρή και οι άνθρωποι παράξενοι. Από τις διηγήσεις της, η Αγιά Πετρούπολη φαντάζει στα μάτια του βγαλμένη από κάποιο παραμύθι της βιβλιοθήκης του παλατιού. Η καρδιά του ριζώνει στα μάτια και τη ψυχή της. Η λογοτεχνική αρμονία που που απολάμβανε στα αετώματα ενσαρκόνωνεται στην σιωπή του κρεβατιού μετά την ένωση τους. Τις νύχτες μένει ξάγρυπνος και την κοιτά, δίνοντας όρκο στον εαυτό του πως δεν θα αφήσει τίποτα να την βλάψει. Αυτό είναι που ως στρατιώτης ξέρει καλύτερα να κάνει και το μόνο που μπορεί να παρουσιάσει ως ύψιστη προσφορά για εκείνα που αγαπά. Όμως, εκείνη, ποτέ δεν του ζητά κάτι τέτοιο.

Στις 30 του Δεκέμβρη δίνει την τελευταία της παράσταση στην χώρα και το πρωί της παραμονής συναντιούνται στην Ερμού. Εκεί της κάνει δώρο ένα δαχτυλίδι και της προτείνει να τον παντρευτεί. Αυτή ξεσπά σε γέλια και αρνείται. Ο Καλογιάννης, που σχεδόν έναν χρόνο πριν ήταν έτοιμος να θυσιάσει την ζωή του στη μάχη, χάνει τον αυτοσεβασμό του και πέφτει σε ακρότητες αυτολύπησης. Του ζητά να φύγει και του λέει πως αν την αγαπά, θα πρέπει να την ξεχάσει γρήγορα. Μέσα στο ίδιο απόγευμα, αναχωρεί για την Ρωσία. Ο έρωτας, που κάποτε έφερε σε παράνοια ακόμη και τον Σαμψών, δεν θα δείξει λύπηση σε έναν απλό στρατιώτη. Τις επόμενες ημέρες κυκλοφορεί μόνος και παλιάτσος στην άδεια και ξεστόλιστη Αθήνα. Οι κόκκινοι δρόμοι που πριν λίγες ημέρες περπάτησε με την αφή της παλάμης της στο χέρι του, είναι τώρα λευκοί και παγωμένοι.

Θυμάμαι την Αθήνα είκοσι χρόνια πριν. Κι ό,τι ξεχωρίζω είναι κομμάτια ασύνδετα. Θυμάμαι τους άστρωτους δρόμους, τη λάσπη στην οδό Σταδίου και την Πατησίων, τα μόνιππα και τα διπλά στην Ομόνοια με τις ψηλοκαπελαδούρες των αμαξάδων, τον ιπποσιδηρόδρομο με τους «αχαμνόοντας», το Σταμάτη του Φαλήρου και το Θερίο της Κηφισιάς, τις γλώσσες του γκαζιού, τις κατσίκες στους δρόμους, τα στενά πανταλόνια των αντρών και τις μακριές φούστες των γυναικών, με τους λαχανόκηπους στο κεφάλι

Έξι μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβρη του ’14, ο Ά παγκόσμιος ξεσπάει επίσημα. Στους μήνες που περνούν, ο Καλογιάννης δεν εκμυστηρεύεται τίποτα σε κανέναν. Παρόλα αυτά, με διαμεσολάβηση του παλατιού, τον Ιούνιο κατατάσσεται στην Ρωσική φρουρά και μεταβαίνει στην Μόσχα με σκοπό να βρει κάποιον τρόπο να την προσεγγίσει. Όμως στα τέλη του μήνα δολοφονείται στη Βοσνία ο διάδοχος της Αυστρίας. Η πράξη αποδίδεται σε ενέργεια υποκεινούμενη από τους Σέρβους και δημιουργείτε σύρραξη μεταξύ των κρατών που σύντομα γενικεύεται. Μέσα σε λίγες μέρες η Γερμανία κηρύττει πόλεμο κατά της Γαλλίας και η Αγγλία κατά των Γερμανών. Η Ρωσία γρήγορα συντάσσεται στην «τριπλή συνεννόηση» με το μέρος των Αγγλογάλλων και ο Καλογιάννης μεταφέρετε στο ανατολικό μέτωπο. Μέχρι τα τέλη του Αυγούστου οι δυνάμεις παρατάσσονται αντιμέτωπες στο Τάνενμπεργκ, πραγματοποιούν οχυρωματικά έργα και οι στρατηγοί ξεκινούν να τοποθετούν προσεκτικά τα πιόνα στην σκακιέρα τους. Οι Γερμανοί, οι οποίοι διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων, προετοιμάζουν επίθεση κατά της Γαλλίας δυτικά και προσπαθούν να εξασφαλίσουν τις θέσεις τους από την Ρώσικη απειλή ενώ οι Ρώσοι μελετούν μια επίθεση που θα ταράξει την συνοχή στη θέση των Γερμανών στον χάρτη.

Τα έργα είναι σκληρά και ο καιρός πολύ διαφορετικός από εκείνον της Ελλάδας. Ανάμεσα στους στρατιώτες δεν υπάρχουν χαμόγελα και οι ομιλίες γύρω του είναι άγνωστες και ακατανόητες. Οι έντονες αλλαγές θερμοκρασίας στην Πρωσία εκτός από την ψυχολογία των στρατιωτών επηρεάζουν και την τροφή. Το κρέας και τα λαχανικά έχουν τη γεύση του δηλητηριασμένου. Οι Ρώσοι δείχνουν να υπομένουν. Ο ίδιος δεν ανήκει εκεί. Το προαίσθημα του είναι κακό. Όμως η φλόγα να την συναντήσει παραμένει άσβεστη. Κάποια νύχτα ξεκινά να γράφει. Ο σκληρός, ατσάλινος ουρανός απάνω του τον κάνει να αναπολεί την Ελλάδα, τα παιδικά του χρόνια, τους γονείς και τα εφηβικά παιχνίδια στο ποτάμι της Κηφισιάς. Στις αναμνήσεις του ανασκαλεύει την ευτυχία κι όμως η εξιστόρηση θυμίζει επικήδειο.

Πέρα από το γλαφυρό αφηγηματικό του ύφος, που στα έργα της εποχής πάντοτε ενισχύονταν από την λόγια καθαρευουσιάνικη γλώσσα, η τεχνοτροπία του είναι αγόγγυστη και οφείλεται στα βιώματα και τις περιστάσεις. Το αποτέλεσμα συχνά θυμίζει τις ελαιογραφίες του Βαν Γκονκ από τους κήπους του φρενοκομείου, οι οποίες αγνοούν τον ουρανό και κάνουν τα πολύχρωμα λουλούδια να δείχνουν καταδικασμένα. Η παρουσία του εσωτερικού του κόσμου σε δεύτερη φωνή κάτω από τις λέξεις είναι έντονη και έχει κάτι τελεσίδικο.

Στις 26 Αυγούστου το 1ο Γερμανικό σώμα επιτίθεται στο 1ο Ρωσικό και το απωθεί. Οι νεκροί είναι ανυπολόγιστοι. Την νύχτα οι κραυγές γενναίων αντρών που κείτονται νεκροζόντανοι και βαριά τραυματισμένοι αναζητώντας παραληρηματικά την μητέρα τους έρχονται από το ποτάμι. Ο Καλογιάννης περνά το βράδυ στο χαράκωμα και καταφέρνει να σωθεί από το ψύχος χάρη στην σκελέα ενός νεκρού. Την επόμενη, οι Γερμανοί συνεχίζουν την επίθεση. Οι γραμμές τους ποδοπατούνται μα τελικά αντέχουν, ως και το επόμενο χτύπημα. Ο όλεθρος είναι κοντά. Ο ίδιος δεν έχει το ίδιο σθένος να πολεμήσει. Για πρώτη φορά, μάχεται με την επιθυμία να ζήσει. Το πάθος του να την ξαναδεί τον βοηθά να επιβιώσει λίγο ακόμα. Πριν το επόμενο ξημέρωμα, εφοδιάζεται με ορισμένα τρόφιμα και έναν χάρτη και παραδίδει τις σημειώσεις του και μια διεύθυνση σε έναν Ρώσο τραυματία, λέγοντας του να τις ταχυδρομήσει αν ο ίδιος δεν επιστρέψει να τις πάρει. Όμως πολύ πριν ξημερώσει, φεύγει από το στρατόπεδο και κατευθυνθείτε αρχικά δυτικά κι έπειτα, πιθανόν, νοτιότερα, με προορισμό την Αγία Πετρούπολη.

Θα χρειαζόντουσαν δύο ημέρες για να ξεμείνει από τροφή. Τέσσερις, για να του τελειώσει το νερό και περισσότερες από είκοσι για να βρεθεί σε κάποια πόλη. Αν τελικά κατάφερε να περάσει μέσα από τις γραμμές του στρατού, τα απροσπέλαστα ποτάμια και τις αλπικές κορυφές με τις απόκρημνες χαράδρες, τα άγνωστα μονοπάτια και την θανάσιμη βιοποικιλότητα.

Παρόλα αυτά, αφήνοντας πίσω της ανυπολόγιστες καταστροφές, η μάχη τελειώνει, το αποτέλεσμα της γέρνει την πλάστιγκα κωλοσιαία υπέρ των Γερμανών και ο άγνωστος Ρώσος στρατιώτης κρατάει τον λόγο του και ταχυδρομεί τα χειρόγραφα σχεδόν έναν χρόνο μετά. Το δέμα φθάνει σε ένα άδειο σπίτι στην Ζωγράφου και παραμένει εκεί περίπου έξι μήνες, ώσπου κάποιος γείτονας το μαζεύει όταν μαθαίνετε η είδηση πως ο Καλογιάννης αγνοείται. Το βιβλίο θα παραμείνει σε κάποιο συρτάρι αρκετά χρόνια ακόμη. Ώσπου, το 1920, η μικρή κόρη της οικογένειας διαβάζει το χειρόγραφο. Η απλοϊκά γραμμένη αυτοβιογραφία με την έντονη ειλικρίνεια, τους δυό πολέμους αλλά και τα τριαντάφυλλα που ο συγγραφέας μαζεύει από τους βασιλικούς κήπους κάθε πρωί για να τα ταχυδρομήσει σε κάποια άγνωστη και υπέροχη αγαπημένη (η αναφορά στην γνωριμία και τον έρωτα του γίνεται αποκλειστικά με αυτό τον τρόπο και χωρίς την παρουσία ονομάτων ή καταστάσεων), είναι καταιγιστική και αγγίζει τα συναισθήματα της. Έτσι παραδίδει τα έγγραφα σε έναν εκδοτικό και το βιβλίο βγάζει την πρώτη του έκδοση τον Μάρτιο του 1920 από τις εκδόσεις “Κιχλεμπαρης”. Συνολικά, κάνει ακόμη 14 εκδόσεις και αποσπάσματα δημοσιεύονται σε αρκετά περιοδικά. Το έντονο ενδιαφέρον που προκύπτει για τον συγγραφέα, πλέκει αργά-αργά τα την ιστορία του και για μια περίπου διετία μονοπωλεί το λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Παρόλα αυτά, ελλείψει πνευματικών δικαιωμάτων και φυσικής παρουσίας κάποιου εκπροσώπου, σύντομα χάνεται όταν ο εκδοτικός κλείνει.

Το 1964 το “Χρώμα της νύχτας” επιστρέφει για λίγο στο προσκήνιο, όταν κάποιος παλιός αναγνώστης του ο οποίος σχετίζετε με τον χώρο της τηλεόρασης, επιθυμεί να μεταφέρει το σενάριο σε ταινία. Όμως η ιδέα εγκαταλείπετε καθώς η διεκπεραίωση της κρίνετε οικονομικά ασύμφορη.

Το 2009, ο εκδότης Μάνος Θάραλλης εγκαινιάζει έναν νέο εκδοτικό οίκο και στην προσπάθεια του να βρει ποιοτικό υλικό τυπώνει νέα έκδοση. Παρότι οι κριτικές είναι εξαιρετικές και το βιβλίο μεταφράζεται στα Σλοβενικά από κάποιον Ελληνόφωνο δημοσιογράφο, οι εκδόσεις “Χίμαιρα” που το κυκλοφορούν παύουν να υπάρχουν λόγω οικονομικής στενότητας και το βιβλίο επιστρέφει στην αφάνεια. Αν υπάρχει γραφτό ή πεπρωμένο, ίσως η μοίρα του βιβλίου να παραμένει τελικά όμοια με εκείνη του Γιάννη Καλογιάννη: έντονη και αφανής.

Πλέον, ο μόνος τρόπος κάποιος να το διαβάσει σε έντυπη μορφή είναι είναι να επικοινωνήσει με τον ίδιο τον εκδότη για τυχόν αποθεματικό ενώ η ψηφιακή του μορφή κυκλοφορεί ελεύθερη μέσω της πλατφόρμας του Projectgutenberg.org.

Περισσότερα στοιχεία για την τύχη του συγγραφέα μετά την αποχώρησή του από το Τάνννενμπεργκ δεν υπάρχουν και παρά την εξαίσια δουλειά του Μάνου Θάλιαρρη στην περισυλλογή όλων των αναφορών οι οποίες αφορούν τον βίο του, κάτι περισσότερο δεν ανασκαλεύτηκε τόσο για το όνομα της κοπέλας όσο και για το αν αν ο ίδιος κατάφερε τελικά να την συναντήσει.
Ίσως αν η ίδια του η ζωή ήταν ακόμη ένα γλυκόπικρο Χριστουγεννιάτικο μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς που τόσο αγαπούσε, η ιστορία θα έγραφε πως έγινε άμεσα αποδεκτός στην αγκαλιά της και έζησαν μαζί μια υπέροχη ζωή, χωρίς ποτέ να να μάθει για την ασήμαντη τύχη του έργου του.



Happy
Happy
0 %
Sad
Sad
0 %
Excited
Excited
0 %
Sleepy
Sleepy
0 %
Angry
Angry
0 %
Surprise
Surprise
0 %

The post Το χρώμα της Νύχτας – Γιάννης Καλογιάννης appeared first on Inspired by Words.

]]>
https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%cf%89%ce%bd/to-xrwma-ths-nyxtas/feed/ 0
Το Αυτό – Κριτική του βιβλίου: Όλοι επιπλέουν εδώ κάτω, Τζόρτζι https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%cf%84%ce%bf-%ce%b1%cf%85%cf%84%cf%8c-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf%cf%85-%cf%8c%ce%bb%ce%bf%ce%b9-%ce%b5%cf%80%ce%b9/ https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%cf%84%ce%bf-%ce%b1%cf%85%cf%84%cf%8c-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf%cf%85-%cf%8c%ce%bb%ce%bf%ce%b9-%ce%b5%cf%80%ce%b9/#respond Thu, 12 Oct 2017 09:09:48 +0000 https://nomanstale.wordpress.com/?p=1783 Υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς που γνώρισαν το απόγειο τους σε σχετικά μικρή ηλικία, με την πένα τους να χάνει σταδιακά την λάμψη της καθώς τα χρόνια άρχισαν να περνούν. Ειδικά στον χώρο του τρόμου ή του φανταστικού, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι δημιουργοί είτε απέκτησαν τέτοια εμμονή με το έργο τους που εκείνο απογειώθηκε κι εκείνοι έχασαν […]

The post Το Αυτό – Κριτική του βιβλίου: Όλοι επιπλέουν εδώ κάτω, Τζόρτζι appeared first on Inspired by Words.

]]>
0 0
Read Time:8 Minute, 14 Second

Υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς που γνώρισαν το απόγειο τους σε σχετικά μικρή ηλικία, με την πένα τους να χάνει σταδιακά την λάμψη της καθώς τα χρόνια άρχισαν να περνούν. Ειδικά στον χώρο του τρόμου ή του φανταστικού, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι δημιουργοί είτε απέκτησαν τέτοια εμμονή με το έργο τους που εκείνο απογειώθηκε κι εκείνοι έχασαν το μυαλό τους είτε ωρίμασαν φυσιολογικά ως άνθρωποι και τα γραπτά τους ακολούθησαν μια φθίνουσα πορεία. Ο Stephen King δεν είναι από τους δημιουργούς που μεγαλώνοντας αποτρελάθηκαν. Και αν κάποιος σπάσει την καριέρα του σε δυο τμήματα τότε, συγγραφικά, το δεύτερο μισό σίγουρα δεν είναι το καλύτερό κομμάτι της. Συνιπολογιζοντας πως το συγγραφικό του έργο ήταν πάντοτε μια μίξη από πολύ καλά και ταυτόχρονα ευτελή – στα όρια της σαχλότητας – βιβλία, τότε το να μιλήσουμε για το “ΙΤ”, ένα έργο της χρυσής εποχής του, ξεπερνά το επίκαιρο ενδιαφέρον.

Ο Stephen King είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο του βιβλίου. Σε αρκετούς επιλογους όπως και σε κάμποσες συνεντεύξεις του ο ίδιος παραδέχεται την μεγάλη εμπιστοσύνη που είχε πάντοτε στον εκδότη του. Τι σημαίνει αυτό; Μάλλον όχι κάτι πρωτάκουστο στον χώρο της εμπορικής λογοτεχνίας και δη της Αμερικάνικης, στην οποία η έκδοση ενός βιβλίου αξιώνει πακτωλούς χρημάτων και δημοσιότητας. Ο King ήταν πάντοτε περιτριγυρισμένος από μεγάλες λογοτεχνικές ομάδες που συνεπάγονταν δυναμικές επιμέλειες των χειρογράφων του. Σε αρκετές περιπτώσεις τα βιβλία του ήταν σκαριφήματα που συμπληρώθηκαν από τρίτους ενώ ο εκδότης του είχε πάντοτε μεγάλο λόγο στην τελική μορφή των έργων. Για τους αμερικάνικους εκδοτικούς, ο Stephen King πλέον έγινε περισσότερο μια μηχανή παραγωγής ιδεών και  brand name παρά συγγραφέας. Κάτι που φυσικά ο ίδιος εξαργύρωσε σε οικονομικό επίπεδο αλλά επίσης αποτυπώθηκε και στην ποιότητα των γραπτών του. Παρόλα αυτά, όταν μιλάμε για έναν έναν άνθρωπο με τόσο πλούσια βιβλιογραφία, ίσως πει κανείς πως είναι άδικο να εστιάσουμε μόνον στα αρνητικά. Και το “ΙΤ” είναι βγαλμένο από την αθώα εποχή του συγγραφέα, εκείνη που ακόμη πίστευε  στα τέρατα και στα παραμύθια και που η συγγραφή δεν ήταν απλώς μια δουλειά. Ας το δούμε λοιπόν.

Το βιβλίο ξεκινά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Από την φρεσκομελανομένη πένα ενός συγγραφέα αποφασισμένου να αφηγηθεί μια σπουδαία ιστορία. Αν κάποιος το βρει στο ράφι ενός βιβλιοπωλείου και ξεφυλλίσει τις πρώτες σελίδες για να αποφασίσει αν θα το αγοράσει, το μόνο σίγουρο είναι πως θα το κάνει. Όσοι έχουν δει την πρώτη ταινία, ένα trailer από την καινούργια ή έστω έχουν ακούσει έναν φίλο τους να μιλά για το βιβλίο, σίγουρα ξέρουν τι εννοώ. Η πρώτη σκηνή είναι και θα είναι το αιώνιο brand του “IT”, η μετουσίωση του ανείπωτου παιδικού τρόμου και του σύγχρονου μπαμπούλα.

1958, Ντέρι Μειν Σιτυ

Ένα χάρτινο καραβάκι ταξιδεύει στο ρείθρο του δρόμου μέσα στη βροχή. Ένα εννιάχρονο αγόρι τρέχει ξωπίσω του φορώντας τις γαλότσες και το κίτρινο του αδιάβροχο. Όταν η βαρκούλα στρίβει στον υπόνομο κι εκείνος σκύβει να την ψάξει, ένας κλόουν που μοιάζει περισσότερο με παλιάτσο του προσφέρει ένα κόκκινο μπαλόνι. Όλοι επιπλέουν εδώ κάτω, Τζόρτζι.
Τα προβλήματα ετοιμάζονται να ξεκινήσουν. Τόσο για τους πρωταγωνιστές όσο και για το ίδιο το κείμενο…

Όσοι έχετε δει το βιβλίο δεν μπορεί να μην έχετε προσέξει πως μιλάμε για δύο τόμους χιλίων σελίδων ο καθένας. Και πιθανόν έχετε εύλογα αναρωτηθεί: πόσα πράγματα μπορεί κάποιος να γράψει για έναν κλόουν-δολοφόνο;
Ας σας δώσω μια ιδέα.

Το βιβλίο αρχίζει από τα γεγονότα που προηγήθηκαν στην πόλη του Ντέρι το 1958, όταν οι χαρακτήρες μας ήταν ακόμη παιδιά,  ο Έλβις Πρίσλευ μόλις εμφανίζονταν στα Juke Box και το Playboy στα ράφια των μαγαζιών. Μια εποχή αθωότητας που έμελλε να στιγματίσει την παρέα των πιτσιρικάδων μας για πάντα. Ο μικρός Τζόρτζι, που έφτιαχνε τόσο επιδέξια καραβάκια από χαρτί κλεισμένος στην σοφίτα του, θα βρεθεί νεκρός μέσα στην νεροποντή ενώ ο Μάρβιν, που του άρεσε να στηρίζει το μπροστινό τσουλούφι του με μπριγιαντίνη, θα διαμελιστεί ακαριαία, με τα δυο του χέρια να αποκολούνται απ’ το υπόλοιπο σώμα του ακριβώς όπως τα φτερά μιας πεταλούδας.  Σχεδόν εκατό σελίδες απόλυτης αναγνωστικής απόλαυσης. Το μυστήριο, η αγωνία και το κακό που καιροφυλακτεί σε κάθε γωνία και σε κάθε επόμενη λέξη, όλα βρίσκονται εδώ.

Η συνέχεια μας βρίσκει στο 1985… 27 ολόκληρα χρόνια μετά, ένα τηλέφωνο χτυπά. Το διαβολικό πλάσμα που μια παρέα παιδιών αποκαλούσε κάποτε αόριστα  ως “Το αυτό” έχει κάνει την επανεμφάνισή του στην πόλη. Ο όρκος τον οποίο κάποτε έδωσαν τίθεται σε ισχύ: θα πρέπει επιστρέψουν και να το αντιμετωπίσουν, αυτή την φορά ως ενήλικες.

Κάπως έτσι περνάμε στην ιστορία του Μπένι. Το σημείο που πραγματικά σκέφτηκα να τα παρατήσω. Ο King με είχε νικήσει. Αν καταφέρετε να την τελειώσετε, τότε μάλλον θα διαβάσετε και όλο το βιβλίο

Στο δεύτερο κεφάλαιο ο King μας αφηγείται – και μας αφηγείται και συνεχίζει να μας αφηγείται – όλη την ενήλικη ζωή των πρωταγωνιστών. Όμορφα και με περίσσιο πάθος ομολογουμένως, μόνο που η διήγηση ξεπερνά τις 250 σελίδες. Και δεν μιλάμε εδώ για κάποιο αναπόσπαστο κομμάτι του σεναρίου, αναφέρομαι σε 250 σελίδες που έχουν να κάνουν με το πως οι χαρακτήρες ζουν, τι σπίτι νοικιάζουν, τι ρούχα φορούν και πως οδηγούν το αυτοκίνητό τους. Ως ένα σημείο παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον, αλλά από μια στιγμή και ύστερα ακόμη και η πιο εύηχη περιγραφή ξεκινά να χάνει το νόημα της και όλο αυτό την ουσία του. Δεν ξέρω πόσο γρήγορα ο μέσος αναγνώστης διαβάζει, αλλά αν κάποιος δεν μπορεί να καλύψει περισσότερες από 80-100 σελίδες την φορά, σίγουρα σύντομα θα ξεχάσει πως έχει μπροστά του ένα βιβλίο τρόμου. Η αίσθηση του φόβου πλατειάζει και το μόνο καλό με αυτό το κομμάτι είναι πως, λόγω της δυναμικής εισαγωγής, ο αναγνώστης έχει ακόμα μέσα του αρκετή ενέργεια για να κρατήσει τον ειρμό του.

Κάπως έτσι περνάμε στην ιστορία του Μπένι. Το σημείο που πραγματικά σκέφτηκα να τα παρατήσω. Ο King με είχε νικήσει. Αν καταφέρετε να την τελειώσετε, τότε μάλλον θα διαβάσετε και όλο το βιβλίο, αφού μετά από αυτή θα είστε σίγουροι πως το τεράστιο αυτό πόνημα πέρα από καλές στιγμές εμπεριέχει και άσκοπη φλυαρία…

Ο Μπένι, λοιπόν. Ο μικρός, ευτραφής και χαριτωμένα άγαρμπος Μπένι.  Με τα χρωματιστά πουλόβερ του και το αστείο τρέξιμο, έκανε το λάθος να μην αφήσει τον συμμαθητή του να αντιγράψει στο διαγώνισμα. Κάπως έτσι βρέθηκε στο σχόλασμα με μια λεπίδα να πιέζει το στομάχι του. Ο Χάρι δεν ήταν παίξε γέλασε και ο πατέρας του, αγρότης στην βόρεια πλευρά της πόλης, σίγουρα θα τον ξυλοφόρτωνε μόλις μάθαινε πως έμεινε στην τάξη. Ο Μπένι ήταν χοντρός μα γρήγορος. Ο Χάρι τον κυνήγησε σχεδόν παντού και με κάθε τρόπο. Στο προαύλιο του σχολείου, στους δρόμους της πόλης, με τα πόδια και καβάλα σε ένα ποδήλατο. Όμως στο τέλος του δρόμου, ακριβώς μετά τους σωλήνες της υπόγειας διάβασης, τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.

Η ιστορία του Μπένι θα μπορούσε να είναι μια ωραία ιστορία. Ίσως αν ήταν 10 σελίδες. Ή 20. Ή αν ο συγγραφέας ήθελε να περιγράψει με εκνευριστική λεπτομέρεια τα γεγονότα 30 ή 40 ή 50. Το πρόβλημα είναι πως το αφήγημα του Μπένι διαρκεί άλλες 150 σελίδες. Οι οποίες έρχονται να προστεθούν στις 250 που έχουν προηγηθεί. Διαβάζεις και διαβάζεις και ξεκινάς να πιστεύεις πως ο King έχει καταπιεί γλιστρίδα. Καταλαμβάνοντας χώρο σχεδόν ίσο με ένα μεγάλο βιβλίο οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα, ο King αναλώνεται σε περιγραφές για ρούχα, παπούτσια, σπίτια, φάρμες. Τίποτα ιδιαίτερο δεν συμβαίνει, οι χαρακτήρες εξακολουθούν να είναι το ίδιο επιφανειακοί και το μόνο παραπάνω που μαθαίνουμε για εκείνους – έστω και με τον γουστόζικο τρόπου του συγγραφέα – είναι περισσότερες λεπτομέρειες για τις συνήθειές τους. Ομολογώ πως δεν έχω σκοπό να συνεχίσω την διαδικασία, όμως αυτή η μανιέρα θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται μέχρι τέλους. Αντέχει το στομάχι σας;

Εν τέλη, το “ΙΤ” είναι μια καλή ιδέα δοσμένη με πάρα, μα πάρα πολλά λόγια. Εκείνο που συμπέρανα είναι πως όσοι αποκαλούν το βιβλίο αριστούργημα είτε δεν το έχουν διαβάσει είτε  το έκαναν σε αρκετά νεαρή ηλικία. Ακόμη και όσοι έχουν δει την πρώτη ταινία πιθανόν να μην την θυμούνται τελικά και τόσο καλά – πράγματι έφερνε σύγκρυο στους δωδεκάχρονους της εποχής αλλά στα μάτια ενός ενήλικα καταντούσε παρωδία. Η ιδέα του παιδικού εφιάλτη και το πασπάλισμα του ανάμεσα στις λέξεις έχει με κάποιο τρόπο ισχυρή επίδραση στον αναγνώστη, αλλά η δύναμη του ως τρομακτική και φευγαλέα σκέψη εξασθενεί – αν όχι αποχωρεί – όλο και περισσότερο κατα την διεκπεραίωση. Η αλήθεια είναι πως ο King γράφει με τέτοια πίστη τις αράδες του, που σχεδόν νομίζεις πως το βιβλίο είναι εξομολογητικό και όλα αυτά τα έχει όντως βιώσει. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ξεχωρίζει. Όμως, για ένα βιβλίο που θα καταλήξει στο τέρας με τα πλοκάμια που κατοικεί μέσα στην στοά, πόσο περιττό μπορείς να υπομένεις;

Σε κάποια του συνέντευξη ο Stephen King είχε πει είπε πως το Stand By me (ίσως ένα από τα καλύτερα του βιβλία) αποτέλεσε προοίμιο για το “Αυτο”. Κι εκεί ακριβώς υπάρχει και το λάθος. Το “ΙΤ” μοιάζει με κράμα ενός βιβλίου τρόμου και ενηλικίωσης. Μόνο που στο τέλος δεν καταφέρνει να χωρέσει και τα δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη.

Έχω ξαναπέσει επάνω στον φλύαρο King και στο εξαιρετικό “The Stand”, μόνο που εκείνη την φορά δεν υπερέβη τις αντοχές μου ως αναγνώστης. Για εμένα προσωπικά, όσον αφορά το “IT” δεν υπάρχουν αμφιβολίες. Το βιβλίο είναι καλύτερο από την “αιμοσταγή” κάντιλακ ή το “δολοφονικό ραδιοκασετόφωνο” (αλήθεια είναι όλα αυτά, τα έχει όντως γράψει) αλλά σίγουρα καταλληλότερο για μια συμμαζεμένη ταινία που θα τονίσει την αίσθηση του καιροφυλακτούντος  τρόμου. Αν θέλετε να το διαβάσετε, το βρίσκω απίθανο να μην κουραστείτε ή ακόμα και να μην το παρατήσετε. Το “ΙΤ” θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα άψογο διήγημα. Εφόσον δεν είναι, pall mall. Το παίρνω. Πιθανόν το διαβάζω αλλά σίγουρα δεν με συνεπαίρνει κιόλας, εφόσον ούτε 15 χρονών είμαι ούτε παραγωγός του Χόλιγουντ που αναζητεί το επόμενο μπλοκ μπάστερ…

Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην δίτομη έκδοση – 20 ευρώ έκαστος – με την οποία πλέον κυκλοφορεί. Κάποτε αρκούσε μονάχα ένα βιβλίο. Αλλά όταν το artwork της ταινίας μοστράρει στο εξώφυλλο, μάλλον αυτά συμβαίνουν…

Αρχική δημοσίευση στο The Greek Shorts.


Happy

Happy

0 %


Sad

Sad

0 %


Excited

Excited

0 %


Sleepy

Sleepy

0 %


Angry

Angry

0 %


Surprise

Surprise

0 %

The post Το Αυτό – Κριτική του βιβλίου: Όλοι επιπλέουν εδώ κάτω, Τζόρτζι appeared first on Inspired by Words.

]]>
https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%cf%84%ce%bf-%ce%b1%cf%85%cf%84%cf%8c-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf%cf%85-%cf%8c%ce%bb%ce%bf%ce%b9-%ce%b5%cf%80%ce%b9/feed/ 0
Η πιο όμορφη κοπέλα στην πόλη – από τον Charles Bukowski https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%b7-%cf%80%ce%b9%ce%bf-%cf%8c%ce%bc%ce%bf%cf%81%cf%86%ce%b7-%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%ad%ce%bb%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%80%cf%8c%ce%bb%ce%b7-%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%bf%ce%bd-ch/ https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%b7-%cf%80%ce%b9%ce%bf-%cf%8c%ce%bc%ce%bf%cf%81%cf%86%ce%b7-%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%ad%ce%bb%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%80%cf%8c%ce%bb%ce%b7-%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%bf%ce%bd-ch/#respond Tue, 26 Sep 2017 13:16:39 +0000 https://nomanstale.wordpress.com/?p=1771 Η Κας ήταν η νεότερη και πιο όμορφη ανάμεσα σε 5 αδελφές. Η κας ήταν το πιο όμορφο κορίτσι στην πόλη.Ινδιάνα κατά το ήμισυ, με εύκαμπτο περίεργο σώμα, οφιοειδές και φλογερό σώμαμε δύο μάτιανα συμπληρώνουν. Η Κας ήταν κινούμενη λάμψη. Σαν πνεύμα εγκατεστημένοσε μια μορφήπου κατάφερνε να το συγκρατήσει. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και […]

The post Η πιο όμορφη κοπέλα στην πόλη – από τον Charles Bukowski appeared first on Inspired by Words.

]]>
0 0
Read Time:9 Minute, 54 Second

Η Κας ήταν η νεότερη και πιο όμορφη ανάμεσα σε 5 αδελφές. Η κας ήταν το πιο όμορφο κορίτσι στην πόλη.
Ινδιάνα κατά το ήμισυ, με εύκαμπτο περίεργο σώμα, οφιοειδές και φλογερό σώμα
με δύο μάτια
να συμπληρώνουν. Η Κας ήταν κινούμενη λάμψη. Σαν πνεύμα εγκατεστημένο
σε μια μορφή
που κατάφερνε να το συγκρατήσει. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και μακριά, μεταξένια με στροβίλους
περίπου εκεί που άγγιζαν
τους ώμους. Η διάθεση της ήταν είτε πολύ καλή είτε πολύ κακή. Δεν υπήρχε μέση κατάσταση για την Κας. Κάποιοι
έλεγαν πως είναι τρελή. Οι πληκτικοί το έκαναν. Κανείς βαρετός τύπος δεν
κατάλαβε ποτέ την Κάς. Για
τους άντρες ήταν απλά μια μηχανή του σεξ και δεν νοιάζονταν αν
ήταν τρελή ή όχι.
Και η Κας χόρευε και φλέρταρε, φιλούσε τους άντρες, αλλά εκτός από μια-δυό περιπτώσεις, όταν
έφτανε η ώρα να το σκάσουνε μαζί, εκείνη με κάποιο τρόπο ξεγλιστρούσε,
ξεγελώντας τους άντρες.
Οι αδελφές της την κατηγορούσαν πως καταχρόνταν την ομορφιά της, πως δεν χρησιμοποιούσε το μυαλό της αρκετά, όμως η Κας
είχε μυαλό και πνεύμα! Ζωγράφιζε, χόρευε, τραγουδούσε, δημιουργούσε
από πυλό και όταν
οι άνθρωποι πληγώνονταν σε ψυχή ή σώμα, η Κας άφηνε έναν βαθύ αναστεναγμό
για εκείνους.
Το μυαλό της ήταν απλά διαφορετικό! Δεν ήταν αρκετά πρακτικό. Οι
αδερφές της ζήλευαν
γιατί προσέλκυε τους άντρες και θύμωναν μαζί της γιατί δεν τους χρησιμοποιούσε
όπως θα έπρεπε.
Συνήθιζε να δείχνει ευγένεια στους άσχημους. Οι όμορφοι
άντρες επαναστατούσαν – “χωρίς κότσια” έλεγε “δεν έχει δόξα.
Κορδώνονται
όλο στρογγυλά αυτιά και τα καλοσχηματισμένα φρύδια… μόνον επιφάνεια και
καθόλου περιεχόμενο…” είχε μια έξαψη που άγγιζε την τρέλα, μια έξαψη
που κάποιοι
λένε τρέλα. Ο πατέρας της πέθανε απ’ το αλκοόλ και η μάνα της
τράπηκε
σε φυγή. Τα κορίτσια πήγαν σε κάποιον συγγενή κι εκείνος τα έχωσε σε μια Μονή.
Η Μονή ήταν
ένα στενάχωρο μέρος. Περισσότερο για την Κας παρά για τις αδελφές της. Τα κορίτσια
ζήλευαν την Κας και
η Κας πολέμησε με τις περισσότερες εκεί μέσα. Είχε σημάδια από ξυραφιές σε ολόκληρο το αριστερό της χέρι από τις μάχες της
σε δύο καβγάδες. Ακόμη, υπήρχε μια μόνιμη ουλή αριστερά
στο μάγουλο της αλλά η ουλή
αντί να ελαττώνει την ομορφιά της μόνο έδειχνε να την επισημαίνει. Την γνώρισα
στο Bar
μερικές νύχτες μετά την έξοδο της απ’ το ίδρυμα. Όντας η νεότερη, ήταν
η τελευταία
από της αδελφές που βγήκε. Απλά ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Πιθανόν,
ήμουν ο πιο άσχημος άντρας στην πόλη κι αυτό πρέπει να ‘χε κάποια σχέση.
“Ποτό;” την ρώτησα.
“Σίγουρα, γιατί όχι”
Δεν πιστεύω πως υπήρχε κάτι ασυνήθιστο στην κουβέντα μας αυτή
τη νύχτα. Ήταν
αυτό που η Κας έκανε. Είχε απλώς διαλέξει εμένα και ήταν τόσο
απλό όσο αυτό.
Χωρίς άγχος και προβληματα. Απόλαυσε τα ποτά της και ήπιε μεγάλο αριθμό απο αυτά. Δεν
έμοιαζε ενήλικη αρκετά,
αλλά την σέρβιραν έτσι κι αλλιώς. Ίσως είχε πλαστή ταυτότητα, δεν ξέρω. Όπως
και να χει,
κάθε φορά που επέστρεφε από την τουαλέτα για να καθίσει πλάι μου, με
έκανε να νιώθω περηφάνια. Δεν
ήταν μόνο η πιο όμορφη κοπέλα στην πόλη αλλά και η πιο
όμορφη που είχα
ποτέ δει. Πέρασα το χέρι μου στη μέση της και την φίλησα μια φορά.
“Νομίζεις πως είμαι όμορφη;” είπε.
“Φυσικά, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο… κάτι περισσότερο από την
εμφάνιση σου…”
“Όλοι με κατηγορούν πως είμαι όμορφη. Στ’ αλήθεια πιστεύεις πως
είμαι;”
“Το όμορφη δεν είναι η σωστή λέξη. Μετα βίας σε περιγράφει.”
Έβαλε το χέρι της στην τσάντα. Σκέφτηκα πως έψαχνε
για χαρτομάντιλα. Όμως έβγαλε
έξω μια καρφίτσα. Πριν προλάβω να τη σταματήσω την πέρασε
οριζόντια στη
μύτη της, ακριβώς πάνω απ’ το ρουθούνι. Ένιωσα αηδία και περηφάνια. Με
κοίταξε και γέλασε, “Τώρα πιστεύεις πως είμαι όμορφη; Τι έχεις να πεις τώρα,
άντρα;” Τράβηξα
την βελόνα και κράτησα το δάχτυλο μου επάνω στην πληγή. Αρκετοί
θαμώνες, συμπεριλαμβανομένου
του μπάρμαν, είδαν τι συνέβη. Ο μπάρμαν πλησίασε:
“Κοιτά”, είπε στην Κας, “Αν το ξανακάνεις, έξω. Δεν χρειαζόμαστε
τα θεατρικά σου εδώ. ”
“Ωχ, τράβα γαμήσου φίλε”, του είπε.
“Καλύτερα κράτα την ήσυχη”, ο μπάρμαν είπε σ’ εμένα.
“Θα είναι εντάξει”, απάντησα.
“Είναι η δική μου μύτη, μπορώ να κάνω ότι θέλω.”
“Όχι”, είπα, “με πονάς.”
“Εννοείς πονάς όταν χώνω μια βελόνα στην μύτη μου;”
“Ναι, το κάνω, το εννοώ.”
“Εντάξει τότε, δεν θα το ξανακάνω. Έλα, τσούγκρησε.”
Με φίλησε, περισσότερο χαμογελώντας κατά την διάρκεια και κρατώντας το
δάκτυλο μου στη
μύτη της. Φύγαμε από το μαγαζί πριν από το κλείσιμο. Είχα μερικές μπύρες στο ψυγείο και καθίσαμε
να μιλήσουμε. Τότε
αντιλήφθηκα την χαρακτήρα της σαν άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη και
στοργή. Μου
παρέδωσε όλο τον εαυτό της χωρίς να το γνωρίζει. Ταξιδέψαμε σε μέρη
άγνωστα
και άγροια. Ήταν μια τρέλα. Η δική μου πνευματική τρελή.
Ίσως κάποιος άντρας,
μπορούσε να την καταστρέψει για πάντα. Ήλπιζα να μην ήμουν εγώ. Πήγαμε
στο κρεβάτι και
αφού έσβησα τα φώτα η Κας με ρώτησε,
“Πότε το θες; Τώρα ή το πρωί;”
“Το πρωί”, της είπα και γύρισα την πλάτη.
Το πρωί σηκώθηκα, έφτιαξα δυό κούπες καφέ και της έφερα την μία
στο κρεβάτι. Εκείνη
γέλασε.
“Είσαι ο πρώτος άντρας που με απέρριψε τη νύχτα.”
“Είναι εντάξει”, είπα “Δεν χρειάζεται να το κάνουμε καθόλου.”
“Όχι, περίμενε, το θέλω τώρα. Άσε με να φρεσκαριστώ λιγάκι πρώτα.”
Πήγε στο μπάνιο. Επέστρεψε αμέσως, δείχνοντας υπέροχη. Τα μακριά
μαύρα μαλλιά της έλαμπαν, τα μάτια και τα χείλη της έλαμπαν, εκείνη έλαμπε…
Αποκάλυψε το
κορμί της ήρεμα, σαν κάτι το μονάκριβο. Ύστερα χώθηκε κάτω απ τα σεντόνια.
“Έλα, ερωτιάρη.”
Μπήκα μέσα της. Με φίλησε παραδομένη αλλά χωρίς βιασύνη. Άφησα τα χέρια μου
να τρέξουν στο κορμί της,
πάνω απ τα μαλλιά της. Γύρισα από πάνω. Ήταν καυτή και σφιχτή. Άρχισα να λικνίζομαι
αργά, προσπαθώντας να το κάνω
να διαρκέσει. Τα μάτια της κοίταζαν κατευθείαν τα δικά μου.
“Πως σε λένε;” Ρώτησα.
“Τι διαφορά έχει” απάντησε.
Γέλασα και συνέχισα. Ντύθηκε και την οδήγησα
πίσω στο μπαρ αλλά
ήταν δύσκολο να την ξεχάσω. Δεν δούλευα και κοιμήθηκα μέχρι τις 2. Ύστερα ξύπνησα και
διάβασα την
εφημερίδα. Ήμουν στο μπάνιο όταν πήδηξε μέσα με ένα ελεφαντόφυλο*
στα χέρια.
“Το ήξερα πως θα ‘σουν στο μπάνιο”, είπε, “οπότε σου έφερα κάτι
να καλύψεις αυτό το πράμα, Ταρζάν.”
“Πως το ήξερες πως θα ήμουν στο μπάνιο;”
“Το ήξερα.”
“Σχεδόν κάθε μέρα η Κας έφθανε σπίτι όταν ήμουν στο μπάνιο. Η ώρα ήταν
κάθε φορά διαφορετική
αλλά σπάνια έκανε λάθος, πάντα με ένα ελεφαντόφυλλο. Και αμέσως μετά
κάναμε έρωτα. Μία ή δύο νύχτες
μου τηλεφώνησε για να την πάρω από το κρατητήριο μετά από καβγάδες.
“Οι πουτάνας γιοί”, έλεγε, “απλά επειδή σε κερνούν
μερικά ποτά, νομίζουν πως μπορούν να σε γαμήσουν”.
“Από την στιγμή που δέχεσαι τα ποτά τους, είναι πρόβλημα σου.”
“Πίστευα πως ενδιαφέρονταν για εμένα, όχι απλά για το σώμα μου”.
“Ενδιαφέρομαι και για ‘σενα και για το κορμί σου αλλά αμφιβάλω πως οι περισσότεροι
άντρες μπορούν να δούν πέρα από το σώμα σου”.
Έφυγα από την πόλη για 6 μήνες, τριγύρισα για λίγο και επέστρεψα. Ποτέ δεν
ξέχασα την Κας, αλλά,
είχαμε ορισμένες διαφωνίες και ένιωσα πως πρέπει να μετακινηθώ. Όταν
γύρισα πίσω
ανακάλυψα πως έλειπε, όμως την περίμενα στο μπαρ για 30
λεπτά
μέχρι να έρθει και να κάτσει δίπλα μου.
“Λοιπόν, πούστη, γύρισες;”
Της παρήγγειλα ένα ποτό. Μετά την κοίταξα. Φορούσε ένα φόρεμα έως
τον λαιμό. Δεν
την είχα δει ποτέ να φορά κάτι τέτοιο. Κάτω από κάθε μάτι της ήταν καρφωμένες 2
καρφίτσες με γυάλινο
κεφάλι. Ξεχώριζαν μόνο οι άκρες, αλλά οι καρφίτσες ήταν
χωμένες
μέσα στο πρόσωπο της.
“Που να πάρει, ακόμα προσπαθείς να καταστρέψεις την ομορφιά σου, έτσι;”
“Οχι, είναι απλά της μόδας, βλάκα”.
“Είσαι τρελή”.
“Μου έλειψες”, είπε.
“Είναι κανείς άλλος εδώ;”
“Όχι, κανείς. Μόνο εσύ. Αλλα νυστάζω. Κανονικά κοστίζει δέκα δολάρια.
Όμως
θα το έχεις δωρεάν.”
“Βγάλε αυτές τις καρφίτσες.”
“Όχι, είναι της μόδας.”
“Μου προκαλούν δυστυχία.”
“Είσαι σίγουρος;”
“Ναι, είμαι σίγουρος.”
Η Κας αφαίρεσε αργά τις καρφίτσες και τις έβαλε ξανά στο κουτί τους.
“Γιατί κάνεις πειράματα με την εμφάνιση σου;” ρώτησα. “Γιατί δεν το
ξεπερνάς.”
“Γιατί ο κόσμος νομίζει πως είναι το μόνο που έχω. Η ομορφιά δεν είναι τίποτα, δεν διαρκεί για πάντα.
Εσύ
δεν ξέρεις πόσο τυχερός είσαι που είσαι άσχημος, γιατί ο κόσμος σε συμπαθεί
γι αυτό
που πραγματικά είσαι.
“Εντάξει.”, είπα, “Είμαι τυχερός”.
“Δεν το εννοώ πως είσαι άσχημος. Ο κόσμος απλά νομίζει πως είσαι. Έχεις
συναρπαστικό
πρόσωπο.”
“Ευχαριστώ.”
Ήπιαμε άλλο ένα ποτό.
“Πως τα πας;”, με ρώτησε.
“Τίποτα. Δεν κάτω κάτι. Δεν έχω ενδιαφέρον για τίποτα.”
“Δεν νομίζω πως μπορώ να συναναστρέφομαι με τόσους άγνωστους κάθε βράδυ,
είναι κουραστικό.”
“Έχεις δίκιο, είναι κουραστικό, τα πάντα είναι κουραστικά.”
“Φύγαμε παρέα. Ο κόσμος συνέχιζε να την καρφώνει στους δρόμους. Ήταν η πιο
όμορφη
κοπέλα, ίσως πιο όμορφη από ποτέ. Πήγαμε στο σπίτι μου, ανοίξαμε
ένα μπουκάλι
κρασί και τα ‘παμε. Με την Κας, πάντα ήτανε απλό. Εκείνη μιλούσε
για λίγο, εγώ
άκουγα και μετά μιλούσα εγώ. Οι κουβέντες μας συνέχιζαν
ατέρμονα. Έμοιαζε
πως ανακαλύπταμε μυστικά μαζί. Όταν ανακαλύπταμε κάποιο καλό η Κας
γελούσε
με τον τρόπο που ήξερα. Ήταν σαν μια ευτυχισμένη στιγμή στην κόλαση. Μέσα από την
κουβέντα φιλιόμασταν
και ερχόμασταν κοντύτερα ο ένας στον άλλο. Ανάβαμε και οι δυό και αποφασίζαμε να πέσουμε
στο κρεβάτι.
Η Κας έβγαλε το ψηλό φόρεμα της κι εγώ είδα το πριονωτό
σημάδι στον λαιμό της.
Ήταν μεγάλο και τραχύ.
“Που να σε πάρει, κορίτσι μου”, είπα απ’ το κρεβάτι, “για όνομα του θεού, τι
έχεις κάνει;”
“Το έκανα με ένα σπασμένο ποτήρι μια νύχτα. Δεν σου αρέσω πλέον;
Είμαι ακόμα
όμορφη;”
Την Τράβηξα στο κρεβάτι και την φίλησα. Με έσπρωξε πίσω και
γέλασε, “Μερικοί
άντρες μου δίνουν 10 δολάρια και όταν γδύνομαι δεν θέλουν να συνεχίσουν. Κρατάω
τα λεφτά. Είναι πολύ αστείο.”
“Πολύ”, είπα, “δεν μπορώ να σταματήσω να γελάω… Κας, σε αγαπάω σκρόφα, αλλά
σταμάτα να καταστρέφεις τον εαυτό σου! Είσαι η πιο ζωντανή γυναίκα που έχω γνωρίσει.”
Φιληθήκαμε ξανά. Η Κας έκλαιγε χωρίς βουβά. Ένιωθα τα δάκρυα της.
Τα μακριά μαύρα
μαλλιά της κυμάτιζαν πίσω μου σαν σημαία θανάτου. Το απολαύσαμε και κάναμε αργό
και μελαγχολικό
έρωτα. Το πρωί η Κας έφτιαχνε πρωινό. Έδειχνε
αρκετά ήσυχη και
χαρούμενη. Τραγουδούσε. Παρέμεινα στο κρεβάτι και απόλαυσα την χαρά της.
Τελικά, ήρθε κοντά
και μου φώναξε.
“Όρθιος, πούστη! Ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπο και τα παπάρια σου και
έλα να απολαύσεις
το δείπνο.”
Την πήγα στη θάλασσα εκείνη την ημέρα. Ήταν σαββατοκύριακο αλλά δεν είχε έρθει ακόμη καλοκαίρι,
οπότε τα πράγματα
ήταν απολαυστικά ήρεμα. Κάτι αλήτες κοιμόντουσαν επάνω σε κουρέλια στην
άμμο. Άλλοι κάθονταν
στις πέτρες με ένα μπουκάλι κρασί. Οι γλάροι έκαναν κύκλους χωρίς νόημα, ανεγκέφαλα
και αποστασιοποιημένα.
Γριές στα 70 και τα 80 τους κάθονταν στα παγκάκια και συζητούσαν για τις
περιουσίες που άφησαν
οι άντρες τους πολλά χρόνια πριν, πριν πεθάνουν μέσα από την ηλίθια προσπάθεια για
επιβίωση. Για όλους αυτούς τους λόγους,
στον αέρα επικρατούσε ειρήνη και περπατήσαμε ολόγυρα, κυλιστήκαμε στο γρασίδι
και δεν είπαμε
πολλά. Απλά ήταν ωραίο να είμαστε μαζί. Αγόρασα δύο σάντουιτς
και μερικά πατατάκια και
μπύρες και κάτσαμε στην άμμο να τα φάμε. Μετά την αγαλλίασα και κοιμηθήκαμε
παρέα για καμιά
ώρα.  Με κάποιον τρόπο ήταν καλύτερο απ’ το να κάναμε σεξ. Ήταν κάτι διαφορετικό
να είμαστε κοντά χωρίς άλλες επιθυμίες.
Όταν ξύπνησα της πρότεινα να επιστρέψουμε στο μέρος μου και να μαγειρεύσω.
Μετά το δείπνο πρότεινα στην Κας να νοικιάσουμε κάπου μαζί. Έμεινε αμίλητη για αρκετή ώρα κοιτάζοντας με,
και μετά, αργά,
απάντησε “Όχι”. Την οδήγησα πίσω στο μπαρ, της παρήγγειλα ένα ποτό και βγήκα
έξω. Βρήκα
δουλειά σαν παρκαδόρος σε εργοστάσιο την επόμενη ημέρα και την υπόλοιπη
εβδομάδα ήμουν στη
δουλειά. Ήμουν υπερβολικά κουρασμένος για να ασχοληθώ με κάτι άλλο αλλά εκείνη την Κυριακή πήγα στο
Μπαρ. Κάθισα και και την περίμενα. Οι ώρες περνούσαν. Αφού μέθυσα αρκετά, ο μπάρμαν
είπε, “Λυπάμαι για το κορίτσι σου.”
“Τι έγινε;” ρώτησα.
“Συγνώμη, δεν ξέρεις;”
“Όχι”
“Αυτοκτόνησε. Χθες την έθαψαν.”
“Την έθαψαν;” ρώτησα.  Έμοιαζε πως θα εμφανίζονταν στην
πόρτα
από στιγμή σε στιγμη. Πως μπορεί να είχε πεθάνει;
“Οι αδελφές της την έθαψαν”.
“Αυτοκτονία; Σε πειράζει να μου πεις πως;”
“Έκοψε τον λαιμό της”.
“Κατάλαβα. Βάλε μου ακόμη ένα.”
Ήπια ως το κλείσιμο. Η Κας ήταν η πιο όμορφη ανάμεσα σε 5 αδελφές, η
πιο
όμορφη κοπέλα στην πόλη. Κατάφερα να οδηγήσω ως το σπίτι μου και συνέχισα να σκέφτομαι πως
έπρεπε να
την πιέσω να μείνει μαζί μου αντί να δεχθώ εκείνο το “όχι”. Τα πάντα
έδειχναν
πως νοιάζονταν για εμένα. Απλά ήμουν πολύ απότομος και
αδιάφορος για
να το δείξω. Άξιζα τον θανατό μου και τον δικό της. Ήμουν ένας σκύλος. Ούτε, γιατί
να κατηγορώ τους σκύλος; Παραιτήθηκα,
βρήκα ένα μπουκάλι κρασί και το ήπια ως τον πάτο. Η Κας, η πιο όμορφη
κοπέλα στην πόλη,
νεκρή στα 20. Έξω απ’ το παράθυρο κάποιος πάτησε μια κόρνα. Ήταν
πολύ δυνατή κι
επίμονη. Πέταξα το μπουκάλι κάτω και ούρλιαξα “που να πάρει,
ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ,
ΣΚΑΣΕ!” Η νύχτα συνέχισε να κυλά και δεν υπήρχαν και πολλά που μπορούσα να κάνω.

Μετάφραση Γιώργος Μουστάκης

Happy
Happy
0 %
Sad
Sad
0 %
Excited
Excited
0 %
Sleepy
Sleepy
0 %
Angry
Angry
0 %
Surprise
Surprise
0 %

The post Η πιο όμορφη κοπέλα στην πόλη – από τον Charles Bukowski appeared first on Inspired by Words.

]]>
https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%b7-%cf%80%ce%b9%ce%bf-%cf%8c%ce%bc%ce%bf%cf%81%cf%86%ce%b7-%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%ad%ce%bb%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%80%cf%8c%ce%bb%ce%b7-%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%bf%ce%bd-ch/feed/ 0
Ο Χιονάνθρωπος – Jo Nesbo https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%bf-%cf%87%ce%b9%ce%bf%ce%bd%ce%ac%ce%bd%ce%b8%cf%81%cf%89%cf%80%ce%bf%cf%82-jo-nesbo/ https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%bf-%cf%87%ce%b9%ce%bf%ce%bd%ce%ac%ce%bd%ce%b8%cf%81%cf%89%cf%80%ce%bf%cf%82-jo-nesbo/#respond Sat, 12 Aug 2017 15:30:35 +0000 https://nomanstale.wordpress.com/?p=540 Το πρώτο βιβλίο του Nesbo που διάβασα ήταν το “Περισσότερο αίμα” και έπεσε στα χέρια μου έπειτα από μια μακρά σειρά πολύ καλών βιβλίων που είχα τελειώσει. Το διάβασα με σχετική ευχαρίστηση, αφού τα κείμενα του Nesbo είναι αρκετά ψυχαγωγικά, όμως όταν έφτασα στο τέλος σκέφτηκα, τι, αυτό ήταν όλο; Και η απάντηση ήρθε μοιραία, […]

The post Ο Χιονάνθρωπος – Jo Nesbo appeared first on Inspired by Words.

]]>
0 0
Read Time:2 Minute, 26 Second

Το πρώτο βιβλίο του Nesbo που διάβασα ήταν το “Περισσότερο αίμα” και έπεσε στα χέρια μου έπειτα από μια μακρά σειρά πολύ καλών βιβλίων που είχα τελειώσει. Το διάβασα με σχετική ευχαρίστηση, αφού τα κείμενα του Nesbo είναι αρκετά ψυχαγωγικά, όμως όταν έφτασα στο τέλος σκέφτηκα, τι, αυτό ήταν όλο; Και η απάντηση ήρθε μοιραία, καθώς οι σελίδες δεν γυρνούσαν άλλο, ναι, αυτό ήταν.

Ο Jo Nesbo είναι αξιόλογος συγγραφέας. Γράφει ζωηρά και τα βιβλία του έχουν ενδιαφέρον. Στο αστυνομικό μυθιστόρημα μάλιστα δεν νομίζω πως υπάρχουν πολλοί καλύτεροι του αυτή την εποχή. Έχει καλό μείγμα σύγχρονου και κλασικού μυστηρίου, οι γραμμές του κυλούν με ταχύτητα, δημιουργεί ξεκάθαρη ατμόσφαιρα, πλοκή και χαρακτήρες και εξιτάρει την φαντασία του αναγνώστη. Το μοναδικό πρόβλημα μάλλον δεν έχει να κάνει με τον ίδιο, αλλά με το είδος. Ένα (αμιγώς) αστυνομικό μυθιστόρημα σπάνια αφήνει πίσω του κάτι περισσότερο από έναν αιφνίδιο θάνατο, μια ανατροπή ή έναν δυνατό πυροβολισμό. Όσο ηχηρά κι αν είναι, μόλις γυρίσει η τελευταία σελίδα πάντα ξεθωριάζουν. Γι αυτό συνήθως προτιμώ να παρακολουθώ τέτοιου είδους σενάρια στο σινεμά και όχι στην λογοτεχνία. Εμμέσως, αυτός ήταν ο λόγος που ξεκίνησα τον “Χιονάνθρωπο”, μιας που σύντομα θα κυκλοφορήσει και η ταινία.

Η υπόθεση του βιβλίου έχει να κάνει με έναν ανυπόληπτο Νορβηγό αστυνομικό με όνομα Χάρι Χόλε, ο οποίος αναλαμβάνει να βρει τον ένοχο ορισμένων κατά συρροή δολοφονιών. Καθώς ο ένας φόνος οδηγεί στον άλλο στο παγωμένο Όσλο, ο χιονάνθρωπος που κάθε φορά βρίσκεται στην εξώπορτα των θυμάτων δεν αποτελεί κοινό παρανομαστή του εγκλήματος για κανέναν άλλο στο σώμα εκτός του Χόλε. Και ενώ η βοηθός του τον εμπαίζει για τις εναλλακτικές μεθόδους του, αυτός αποφασίζει να ακολουθήσει το ένστικτο του για να βρεθεί κάπου ακόμη πιο μακριά και παγωμένα…

Σε γενικές γραμμές, πιστεύω πως ο Nesbo απολαμβάνει πραγματικά αυτό που κάνει μιας που το ξέρει καλά. Μου μοιάζει ακατόρθωτο στο 2017 ένας συγγραφέας να μπορεί ακόμη να δημιουργεί ατμόσφαιρα χρησιμοποιώντας έναν χιονάνθρωπο ως την μετουσίωση του απόλυτου κακού. Όμως το βιβλίο έχει επίπεδα, κλιμάκωση και το σημαντικότερο, καλό γράψιμο: ακόμη και όταν το διάβαζα υπό καύσωνα, συχνά ένιωθα να παγώνω.

Ο “Χιονάνθρωπος” είναι από εκείνα τα βιβλία που θα σε δέσουν αμέσως στην πλοκή και μετά από αυτό θα τα διαβάζεις ακόμη και σελίδα-σελίδα στο πρώτο χασομέρι. Το κείμενο έχει ως επί το πλείστον μια πνιγηρή ηρεμία και γι αυτό όταν ο τρόμος φτάνει, μιλάει στο μυαλό σου.

20786470_974437262698898_831980153_n

Αν δεν θες να προβληματιστείς ιδιαίτερα αλλά παρόλα αυτά να διαβάσεις κάτι που θα ηλεκτρίσει τα βράδια ή τον ελεύθερο σου χρόνο, είναι σίγουρα μια πολύ καλή πρόταση.
Ο Φασμπίτερ, απ’ την άλλη, ιδανικός για το άνευρο φλέγμα του πανπόνηρου μπάτσου, οπότε περιμένω να δω και την ταινία που θα με φτάσει στο δια ταύτα σε λιγότερο χρόνο απ’ ο,τι οι 500, απολαυστικές πάραυτα, σελίδες του βιβλίου.

Για όσους θέλουν να γίνουνε παράνομοι, μπορούν να κατεβάσουν το βιβλίο παρακάτω :
Ο χιονάνθρωπος (1)


Happy

Happy

0 %


Sad

Sad

0 %


Excited

Excited

0 %


Sleepy

Sleepy

0 %


Angry

Angry

0 %


Surprise

Surprise

0 %

The post Ο Χιονάνθρωπος – Jo Nesbo appeared first on Inspired by Words.

]]>
https://inspiredbywords.eu/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1/%ce%bf-%cf%87%ce%b9%ce%bf%ce%bd%ce%ac%ce%bd%ce%b8%cf%81%cf%89%cf%80%ce%bf%cf%82-jo-nesbo/feed/ 0