Read Time:9 Minute, 54 Second

Η Κας ήταν η νεότερη και πιο όμορφη ανάμεσα σε 5 αδελφές. Η κας ήταν το πιο όμορφο κορίτσι στην πόλη.
Ινδιάνα κατά το ήμισυ, με εύκαμπτο περίεργο σώμα, οφιοειδές και φλογερό σώμα
με δύο μάτια
να συμπληρώνουν. Η Κας ήταν κινούμενη λάμψη. Σαν πνεύμα εγκατεστημένο
σε μια μορφή
που κατάφερνε να το συγκρατήσει. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και μακριά, μεταξένια με στροβίλους
περίπου εκεί που άγγιζαν
τους ώμους. Η διάθεση της ήταν είτε πολύ καλή είτε πολύ κακή. Δεν υπήρχε μέση κατάσταση για την Κας. Κάποιοι
έλεγαν πως είναι τρελή. Οι πληκτικοί το έκαναν. Κανείς βαρετός τύπος δεν
κατάλαβε ποτέ την Κάς. Για
τους άντρες ήταν απλά μια μηχανή του σεξ και δεν νοιάζονταν αν
ήταν τρελή ή όχι.
Και η Κας χόρευε και φλέρταρε, φιλούσε τους άντρες, αλλά εκτός από μια-δυό περιπτώσεις, όταν
έφτανε η ώρα να το σκάσουνε μαζί, εκείνη με κάποιο τρόπο ξεγλιστρούσε,
ξεγελώντας τους άντρες.
Οι αδελφές της την κατηγορούσαν πως καταχρόνταν την ομορφιά της, πως δεν χρησιμοποιούσε το μυαλό της αρκετά, όμως η Κας
είχε μυαλό και πνεύμα! Ζωγράφιζε, χόρευε, τραγουδούσε, δημιουργούσε
από πυλό και όταν
οι άνθρωποι πληγώνονταν σε ψυχή ή σώμα, η Κας άφηνε έναν βαθύ αναστεναγμό
για εκείνους.
Το μυαλό της ήταν απλά διαφορετικό! Δεν ήταν αρκετά πρακτικό. Οι
αδερφές της ζήλευαν
γιατί προσέλκυε τους άντρες και θύμωναν μαζί της γιατί δεν τους χρησιμοποιούσε
όπως θα έπρεπε.
Συνήθιζε να δείχνει ευγένεια στους άσχημους. Οι όμορφοι
άντρες επαναστατούσαν – “χωρίς κότσια” έλεγε “δεν έχει δόξα.
Κορδώνονται
όλο στρογγυλά αυτιά και τα καλοσχηματισμένα φρύδια… μόνον επιφάνεια και
καθόλου περιεχόμενο…” είχε μια έξαψη που άγγιζε την τρέλα, μια έξαψη
που κάποιοι
λένε τρέλα. Ο πατέρας της πέθανε απ’ το αλκοόλ και η μάνα της
τράπηκε
σε φυγή. Τα κορίτσια πήγαν σε κάποιον συγγενή κι εκείνος τα έχωσε σε μια Μονή.
Η Μονή ήταν
ένα στενάχωρο μέρος. Περισσότερο για την Κας παρά για τις αδελφές της. Τα κορίτσια
ζήλευαν την Κας και
η Κας πολέμησε με τις περισσότερες εκεί μέσα. Είχε σημάδια από ξυραφιές σε ολόκληρο το αριστερό της χέρι από τις μάχες της
σε δύο καβγάδες. Ακόμη, υπήρχε μια μόνιμη ουλή αριστερά
στο μάγουλο της αλλά η ουλή
αντί να ελαττώνει την ομορφιά της μόνο έδειχνε να την επισημαίνει. Την γνώρισα
στο Bar
μερικές νύχτες μετά την έξοδο της απ’ το ίδρυμα. Όντας η νεότερη, ήταν
η τελευταία
από της αδελφές που βγήκε. Απλά ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Πιθανόν,
ήμουν ο πιο άσχημος άντρας στην πόλη κι αυτό πρέπει να ‘χε κάποια σχέση.
“Ποτό;” την ρώτησα.
“Σίγουρα, γιατί όχι”
Δεν πιστεύω πως υπήρχε κάτι ασυνήθιστο στην κουβέντα μας αυτή
τη νύχτα. Ήταν
αυτό που η Κας έκανε. Είχε απλώς διαλέξει εμένα και ήταν τόσο
απλό όσο αυτό.
Χωρίς άγχος και προβληματα. Απόλαυσε τα ποτά της και ήπιε μεγάλο αριθμό απο αυτά. Δεν
έμοιαζε ενήλικη αρκετά,
αλλά την σέρβιραν έτσι κι αλλιώς. Ίσως είχε πλαστή ταυτότητα, δεν ξέρω. Όπως
και να χει,
κάθε φορά που επέστρεφε από την τουαλέτα για να καθίσει πλάι μου, με
έκανε να νιώθω περηφάνια. Δεν
ήταν μόνο η πιο όμορφη κοπέλα στην πόλη αλλά και η πιο
όμορφη που είχα
ποτέ δει. Πέρασα το χέρι μου στη μέση της και την φίλησα μια φορά.
“Νομίζεις πως είμαι όμορφη;” είπε.
“Φυσικά, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο… κάτι περισσότερο από την
εμφάνιση σου…”
“Όλοι με κατηγορούν πως είμαι όμορφη. Στ’ αλήθεια πιστεύεις πως
είμαι;”
“Το όμορφη δεν είναι η σωστή λέξη. Μετα βίας σε περιγράφει.”
Έβαλε το χέρι της στην τσάντα. Σκέφτηκα πως έψαχνε
για χαρτομάντιλα. Όμως έβγαλε
έξω μια καρφίτσα. Πριν προλάβω να τη σταματήσω την πέρασε
οριζόντια στη
μύτη της, ακριβώς πάνω απ’ το ρουθούνι. Ένιωσα αηδία και περηφάνια. Με
κοίταξε και γέλασε, “Τώρα πιστεύεις πως είμαι όμορφη; Τι έχεις να πεις τώρα,
άντρα;” Τράβηξα
την βελόνα και κράτησα το δάχτυλο μου επάνω στην πληγή. Αρκετοί
θαμώνες, συμπεριλαμβανομένου
του μπάρμαν, είδαν τι συνέβη. Ο μπάρμαν πλησίασε:
“Κοιτά”, είπε στην Κας, “Αν το ξανακάνεις, έξω. Δεν χρειαζόμαστε
τα θεατρικά σου εδώ. ”
“Ωχ, τράβα γαμήσου φίλε”, του είπε.
“Καλύτερα κράτα την ήσυχη”, ο μπάρμαν είπε σ’ εμένα.
“Θα είναι εντάξει”, απάντησα.
“Είναι η δική μου μύτη, μπορώ να κάνω ότι θέλω.”
“Όχι”, είπα, “με πονάς.”
“Εννοείς πονάς όταν χώνω μια βελόνα στην μύτη μου;”
“Ναι, το κάνω, το εννοώ.”
“Εντάξει τότε, δεν θα το ξανακάνω. Έλα, τσούγκρησε.”
Με φίλησε, περισσότερο χαμογελώντας κατά την διάρκεια και κρατώντας το
δάκτυλο μου στη
μύτη της. Φύγαμε από το μαγαζί πριν από το κλείσιμο. Είχα μερικές μπύρες στο ψυγείο και καθίσαμε
να μιλήσουμε. Τότε
αντιλήφθηκα την χαρακτήρα της σαν άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη και
στοργή. Μου
παρέδωσε όλο τον εαυτό της χωρίς να το γνωρίζει. Ταξιδέψαμε σε μέρη
άγνωστα
και άγροια. Ήταν μια τρέλα. Η δική μου πνευματική τρελή.
Ίσως κάποιος άντρας,
μπορούσε να την καταστρέψει για πάντα. Ήλπιζα να μην ήμουν εγώ. Πήγαμε
στο κρεβάτι και
αφού έσβησα τα φώτα η Κας με ρώτησε,
“Πότε το θες; Τώρα ή το πρωί;”
“Το πρωί”, της είπα και γύρισα την πλάτη.
Το πρωί σηκώθηκα, έφτιαξα δυό κούπες καφέ και της έφερα την μία
στο κρεβάτι. Εκείνη
γέλασε.
“Είσαι ο πρώτος άντρας που με απέρριψε τη νύχτα.”
“Είναι εντάξει”, είπα “Δεν χρειάζεται να το κάνουμε καθόλου.”
“Όχι, περίμενε, το θέλω τώρα. Άσε με να φρεσκαριστώ λιγάκι πρώτα.”
Πήγε στο μπάνιο. Επέστρεψε αμέσως, δείχνοντας υπέροχη. Τα μακριά
μαύρα μαλλιά της έλαμπαν, τα μάτια και τα χείλη της έλαμπαν, εκείνη έλαμπε…
Αποκάλυψε το
κορμί της ήρεμα, σαν κάτι το μονάκριβο. Ύστερα χώθηκε κάτω απ τα σεντόνια.
“Έλα, ερωτιάρη.”
Μπήκα μέσα της. Με φίλησε παραδομένη αλλά χωρίς βιασύνη. Άφησα τα χέρια μου
να τρέξουν στο κορμί της,
πάνω απ τα μαλλιά της. Γύρισα από πάνω. Ήταν καυτή και σφιχτή. Άρχισα να λικνίζομαι
αργά, προσπαθώντας να το κάνω
να διαρκέσει. Τα μάτια της κοίταζαν κατευθείαν τα δικά μου.
“Πως σε λένε;” Ρώτησα.
“Τι διαφορά έχει” απάντησε.
Γέλασα και συνέχισα. Ντύθηκε και την οδήγησα
πίσω στο μπαρ αλλά
ήταν δύσκολο να την ξεχάσω. Δεν δούλευα και κοιμήθηκα μέχρι τις 2. Ύστερα ξύπνησα και
διάβασα την
εφημερίδα. Ήμουν στο μπάνιο όταν πήδηξε μέσα με ένα ελεφαντόφυλο*
στα χέρια.
“Το ήξερα πως θα ‘σουν στο μπάνιο”, είπε, “οπότε σου έφερα κάτι
να καλύψεις αυτό το πράμα, Ταρζάν.”
“Πως το ήξερες πως θα ήμουν στο μπάνιο;”
“Το ήξερα.”
“Σχεδόν κάθε μέρα η Κας έφθανε σπίτι όταν ήμουν στο μπάνιο. Η ώρα ήταν
κάθε φορά διαφορετική
αλλά σπάνια έκανε λάθος, πάντα με ένα ελεφαντόφυλλο. Και αμέσως μετά
κάναμε έρωτα. Μία ή δύο νύχτες
μου τηλεφώνησε για να την πάρω από το κρατητήριο μετά από καβγάδες.
“Οι πουτάνας γιοί”, έλεγε, “απλά επειδή σε κερνούν
μερικά ποτά, νομίζουν πως μπορούν να σε γαμήσουν”.
“Από την στιγμή που δέχεσαι τα ποτά τους, είναι πρόβλημα σου.”
“Πίστευα πως ενδιαφέρονταν για εμένα, όχι απλά για το σώμα μου”.
“Ενδιαφέρομαι και για ‘σενα και για το κορμί σου αλλά αμφιβάλω πως οι περισσότεροι
άντρες μπορούν να δούν πέρα από το σώμα σου”.
Έφυγα από την πόλη για 6 μήνες, τριγύρισα για λίγο και επέστρεψα. Ποτέ δεν
ξέχασα την Κας, αλλά,
είχαμε ορισμένες διαφωνίες και ένιωσα πως πρέπει να μετακινηθώ. Όταν
γύρισα πίσω
ανακάλυψα πως έλειπε, όμως την περίμενα στο μπαρ για 30
λεπτά
μέχρι να έρθει και να κάτσει δίπλα μου.
“Λοιπόν, πούστη, γύρισες;”
Της παρήγγειλα ένα ποτό. Μετά την κοίταξα. Φορούσε ένα φόρεμα έως
τον λαιμό. Δεν
την είχα δει ποτέ να φορά κάτι τέτοιο. Κάτω από κάθε μάτι της ήταν καρφωμένες 2
καρφίτσες με γυάλινο
κεφάλι. Ξεχώριζαν μόνο οι άκρες, αλλά οι καρφίτσες ήταν
χωμένες
μέσα στο πρόσωπο της.
“Που να πάρει, ακόμα προσπαθείς να καταστρέψεις την ομορφιά σου, έτσι;”
“Οχι, είναι απλά της μόδας, βλάκα”.
“Είσαι τρελή”.
“Μου έλειψες”, είπε.
“Είναι κανείς άλλος εδώ;”
“Όχι, κανείς. Μόνο εσύ. Αλλα νυστάζω. Κανονικά κοστίζει δέκα δολάρια.
Όμως
θα το έχεις δωρεάν.”
“Βγάλε αυτές τις καρφίτσες.”
“Όχι, είναι της μόδας.”
“Μου προκαλούν δυστυχία.”
“Είσαι σίγουρος;”
“Ναι, είμαι σίγουρος.”
Η Κας αφαίρεσε αργά τις καρφίτσες και τις έβαλε ξανά στο κουτί τους.
“Γιατί κάνεις πειράματα με την εμφάνιση σου;” ρώτησα. “Γιατί δεν το
ξεπερνάς.”
“Γιατί ο κόσμος νομίζει πως είναι το μόνο που έχω. Η ομορφιά δεν είναι τίποτα, δεν διαρκεί για πάντα.
Εσύ
δεν ξέρεις πόσο τυχερός είσαι που είσαι άσχημος, γιατί ο κόσμος σε συμπαθεί
γι αυτό
που πραγματικά είσαι.
“Εντάξει.”, είπα, “Είμαι τυχερός”.
“Δεν το εννοώ πως είσαι άσχημος. Ο κόσμος απλά νομίζει πως είσαι. Έχεις
συναρπαστικό
πρόσωπο.”
“Ευχαριστώ.”
Ήπιαμε άλλο ένα ποτό.
“Πως τα πας;”, με ρώτησε.
“Τίποτα. Δεν κάτω κάτι. Δεν έχω ενδιαφέρον για τίποτα.”
“Δεν νομίζω πως μπορώ να συναναστρέφομαι με τόσους άγνωστους κάθε βράδυ,
είναι κουραστικό.”
“Έχεις δίκιο, είναι κουραστικό, τα πάντα είναι κουραστικά.”
“Φύγαμε παρέα. Ο κόσμος συνέχιζε να την καρφώνει στους δρόμους. Ήταν η πιο
όμορφη
κοπέλα, ίσως πιο όμορφη από ποτέ. Πήγαμε στο σπίτι μου, ανοίξαμε
ένα μπουκάλι
κρασί και τα ‘παμε. Με την Κας, πάντα ήτανε απλό. Εκείνη μιλούσε
για λίγο, εγώ
άκουγα και μετά μιλούσα εγώ. Οι κουβέντες μας συνέχιζαν
ατέρμονα. Έμοιαζε
πως ανακαλύπταμε μυστικά μαζί. Όταν ανακαλύπταμε κάποιο καλό η Κας
γελούσε
με τον τρόπο που ήξερα. Ήταν σαν μια ευτυχισμένη στιγμή στην κόλαση. Μέσα από την
κουβέντα φιλιόμασταν
και ερχόμασταν κοντύτερα ο ένας στον άλλο. Ανάβαμε και οι δυό και αποφασίζαμε να πέσουμε
στο κρεβάτι.
Η Κας έβγαλε το ψηλό φόρεμα της κι εγώ είδα το πριονωτό
σημάδι στον λαιμό της.
Ήταν μεγάλο και τραχύ.
“Που να σε πάρει, κορίτσι μου”, είπα απ’ το κρεβάτι, “για όνομα του θεού, τι
έχεις κάνει;”
“Το έκανα με ένα σπασμένο ποτήρι μια νύχτα. Δεν σου αρέσω πλέον;
Είμαι ακόμα
όμορφη;”
Την Τράβηξα στο κρεβάτι και την φίλησα. Με έσπρωξε πίσω και
γέλασε, “Μερικοί
άντρες μου δίνουν 10 δολάρια και όταν γδύνομαι δεν θέλουν να συνεχίσουν. Κρατάω
τα λεφτά. Είναι πολύ αστείο.”
“Πολύ”, είπα, “δεν μπορώ να σταματήσω να γελάω… Κας, σε αγαπάω σκρόφα, αλλά
σταμάτα να καταστρέφεις τον εαυτό σου! Είσαι η πιο ζωντανή γυναίκα που έχω γνωρίσει.”
Φιληθήκαμε ξανά. Η Κας έκλαιγε χωρίς βουβά. Ένιωθα τα δάκρυα της.
Τα μακριά μαύρα
μαλλιά της κυμάτιζαν πίσω μου σαν σημαία θανάτου. Το απολαύσαμε και κάναμε αργό
και μελαγχολικό
έρωτα. Το πρωί η Κας έφτιαχνε πρωινό. Έδειχνε
αρκετά ήσυχη και
χαρούμενη. Τραγουδούσε. Παρέμεινα στο κρεβάτι και απόλαυσα την χαρά της.
Τελικά, ήρθε κοντά
και μου φώναξε.
“Όρθιος, πούστη! Ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπο και τα παπάρια σου και
έλα να απολαύσεις
το δείπνο.”
Την πήγα στη θάλασσα εκείνη την ημέρα. Ήταν σαββατοκύριακο αλλά δεν είχε έρθει ακόμη καλοκαίρι,
οπότε τα πράγματα
ήταν απολαυστικά ήρεμα. Κάτι αλήτες κοιμόντουσαν επάνω σε κουρέλια στην
άμμο. Άλλοι κάθονταν
στις πέτρες με ένα μπουκάλι κρασί. Οι γλάροι έκαναν κύκλους χωρίς νόημα, ανεγκέφαλα
και αποστασιοποιημένα.
Γριές στα 70 και τα 80 τους κάθονταν στα παγκάκια και συζητούσαν για τις
περιουσίες που άφησαν
οι άντρες τους πολλά χρόνια πριν, πριν πεθάνουν μέσα από την ηλίθια προσπάθεια για
επιβίωση. Για όλους αυτούς τους λόγους,
στον αέρα επικρατούσε ειρήνη και περπατήσαμε ολόγυρα, κυλιστήκαμε στο γρασίδι
και δεν είπαμε
πολλά. Απλά ήταν ωραίο να είμαστε μαζί. Αγόρασα δύο σάντουιτς
και μερικά πατατάκια και
μπύρες και κάτσαμε στην άμμο να τα φάμε. Μετά την αγαλλίασα και κοιμηθήκαμε
παρέα για καμιά
ώρα.  Με κάποιον τρόπο ήταν καλύτερο απ’ το να κάναμε σεξ. Ήταν κάτι διαφορετικό
να είμαστε κοντά χωρίς άλλες επιθυμίες.
Όταν ξύπνησα της πρότεινα να επιστρέψουμε στο μέρος μου και να μαγειρεύσω.
Μετά το δείπνο πρότεινα στην Κας να νοικιάσουμε κάπου μαζί. Έμεινε αμίλητη για αρκετή ώρα κοιτάζοντας με,
και μετά, αργά,
απάντησε “Όχι”. Την οδήγησα πίσω στο μπαρ, της παρήγγειλα ένα ποτό και βγήκα
έξω. Βρήκα
δουλειά σαν παρκαδόρος σε εργοστάσιο την επόμενη ημέρα και την υπόλοιπη
εβδομάδα ήμουν στη
δουλειά. Ήμουν υπερβολικά κουρασμένος για να ασχοληθώ με κάτι άλλο αλλά εκείνη την Κυριακή πήγα στο
Μπαρ. Κάθισα και και την περίμενα. Οι ώρες περνούσαν. Αφού μέθυσα αρκετά, ο μπάρμαν
είπε, “Λυπάμαι για το κορίτσι σου.”
“Τι έγινε;” ρώτησα.
“Συγνώμη, δεν ξέρεις;”
“Όχι”
“Αυτοκτόνησε. Χθες την έθαψαν.”
“Την έθαψαν;” ρώτησα.  Έμοιαζε πως θα εμφανίζονταν στην
πόρτα
από στιγμή σε στιγμη. Πως μπορεί να είχε πεθάνει;
“Οι αδελφές της την έθαψαν”.
“Αυτοκτονία; Σε πειράζει να μου πεις πως;”
“Έκοψε τον λαιμό της”.
“Κατάλαβα. Βάλε μου ακόμη ένα.”
Ήπια ως το κλείσιμο. Η Κας ήταν η πιο όμορφη ανάμεσα σε 5 αδελφές, η
πιο
όμορφη κοπέλα στην πόλη. Κατάφερα να οδηγήσω ως το σπίτι μου και συνέχισα να σκέφτομαι πως
έπρεπε να
την πιέσω να μείνει μαζί μου αντί να δεχθώ εκείνο το “όχι”. Τα πάντα
έδειχναν
πως νοιάζονταν για εμένα. Απλά ήμουν πολύ απότομος και
αδιάφορος για
να το δείξω. Άξιζα τον θανατό μου και τον δικό της. Ήμουν ένας σκύλος. Ούτε, γιατί
να κατηγορώ τους σκύλος; Παραιτήθηκα,
βρήκα ένα μπουκάλι κρασί και το ήπια ως τον πάτο. Η Κας, η πιο όμορφη
κοπέλα στην πόλη,
νεκρή στα 20. Έξω απ’ το παράθυρο κάποιος πάτησε μια κόρνα. Ήταν
πολύ δυνατή κι
επίμονη. Πέταξα το μπουκάλι κάτω και ούρλιαξα “που να πάρει,
ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ,
ΣΚΑΣΕ!” Η νύχτα συνέχισε να κυλά και δεν υπήρχαν και πολλά που μπορούσα να κάνω.

Μετάφραση Γιώργος Μουστάκης

About Post Author

GMoust

Happy
Happy
0 %
Sad
Sad
0 %
Excited
Excited
0 %
Sleepy
Sleepy
0 %
Angry
Angry
0 %
Surprise
Surprise
0 %

Average Rating

5 Star
0%
4 Star
0%
3 Star
0%
2 Star
0%
1 Star
0%

Αφήστε μια απάντηση

Previous post Dunkirk – Το μετέωρο βλέμμα του Tom Hardy.
Next post Το Αυτό – Κριτική του βιβλίου: Όλοι επιπλέουν εδώ κάτω, Τζόρτζι
Close