Read Time:4 Minute, 13 Second

Εσείς που μπαίνεται εδώ μέσα, αφήστε έξω κάθε σας ελπίδα

American Pshyco

Λέγετε πως ένας από τους γνωστότερους μοναχούς φιλοσόφους του 16ου αιώνα είχε κάποτε πει πως το νόημα της ζωής βρίσκεται στα βιβλία, τη μουσική, το σινεμά, τα όργια και τα ναρκωτικά. Και παρότι όλα του τα στοιχεία χάθηκαν και για πάντα θα αγνοούνται μέσα στη θολή πρωινή πάχνη των μεσαιωνικών μοναστηριών που σκέπασε ενάργειες και προοδευτικές απόψεις όπως η αυτή, όλοι οι τακτικοί αναγνώστες μπορούν να προσαυξήσουν για τα λεγομενά του, πως το νόημα ενός καλού βιβλίου βρίσκεται στην προσπάθεια να το μοιραστείς με τους υπόλλοιπους. Κάτι τόσο φαύλο και ματαιώδοξο όσο και η ίδια η ζωή. Αλλά, από την άλλη, λιγότερο, μάλλον, από το instagram.

Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που διάβασα κάποιο πραγματικά καλό βιβλίο. Το πιο πρόσφατο έρχεται από τα Χριστούγεννα και είναι η “Σύντομη ιστορία 7 φόνων” του James Marlon και ορισμένες σύντομες ιστορίες του Χαρούκι Μουρακάμι, οι οποίες συχνά μου θυμίζουν δίσκο σε πικάπ που παίζει στο χολ καθώς κάποιος καλεσμένος στο σαλόνι αφηγείτε φωναχτά στους επισκέπτες ιστορίες που όλοι γνωρίζουν πως είναι ψεύτικες αλλά συνεχίζουν να τις ακούν γιατί είναι πολύ διασκεδαστικός ώστε να ζητήσουν διευκρινίσεις.

Αυτό δεν είναι κιόλας το νόημα; Το νόημα τις λογοτεχνίας του τελευταίου αιώνα. Ένας συνομιλητής που αδιαφορεί για συμβουλές και συνομιλεί μαζί σου με τρόπο που σε κάνει να χαμογελάς όταν τον ακούς και να χαχανίζεις όταν τον θυμάσαι. Ο κόσμος είναι πλέον ένας μεγάλος λεκτικός πληθωρισμός, ένας εννιαίος εγκέφαλος, μια μυρμιγκοφολιά με κλόνους που εξαπλώνεται μαζικά στο ασυνίδητο του πλανήτη στον οποίο η αξία μετατωπίζεται στην προσωπική διαφοροποίηση από την οποία κάποιος μπορεί να γευτεί στα πεταχτά ένα μικρό, ενοχικό, κομματάκι.

Το κινέζικο στεγνοκαθαριστήριο που στέλνω συνήθως τα ματωμένα μου ρούχα, μου επέστρεψε χθες ένα σακάκι Σοπράνι, δύο λευκά πουκάμισα Μπρους Μπράδερς και μια γραβάτα Άγκνες Μπι, γεμάτα ακόμα με στίγματα από αίματα. Έχω ένα ραντεβού για μεσημεριανό σε σαράντα λεπτά και αποφασίζω να περάσω προηγουμένος απο εκεί και να κάνω παρπάπονα.

Η “Αμερικάνικη ψύχωση” βρίσκονταν στα υπόψιν εδώ και χρόνια. Και, παρότι παλιότερα είχα μεταφράσει ένα απόσπασμα για την στήλη του “Λογοτεχνικού Jukebox” στο “The greek shorts” που έγραφα τότε, δεν είχα μπει στη διαδικασία να διαβάσω ολόκληρο το βιβλίο. Κυρίως γιατί ένιωθα πως η ταινία μου είχε δώσει όλα όσα το βιβλίο είχε να προσφέρει.

Στο σενάριο του βιβλίου, ένα γιάπης της Νέας Υόρκης, λάτρης του καλού γούστου, των εκλεπτισμένων απολαύσεων και θαυμαστής του Ντοναλντ Τραμπ βυθίζεται στον ύλιγκο της παράνοιας που προκαλεί η καλή ζωή και ο ναρκισισμός της επιτυχίας, όταν εκείνη ταυτίζεται με τα χρήματα.

Από μια άλλη σκοπιά, 30 χρόνια μετά από την κυκλοφορία της “Αμερικάνικης Ψύχωσης”, μπορούσα διαβάζοντας να δω καθαρά μια άλλη εκδοχή του βιβλίου αν αυτό γραφόταν σήμερα. Τον Μπέιτμαν (σσ. πρωταγωνιστής) σαν public speaker που μοστράρει φωτογραφίες από πάρτυ και καλή ζωή, περιτριγυρισμένο από γυναίκες που ψοφούν για σολάριουμ και δημοσιότητα. Αισθάνομαι πως είναι ακριβώς η ίδια διαταραχή, αυτή του κόσμου των social media, της αναγνώρισης δίχως τα προσόντα, του ναρκισιμού, που μπορούμε να δούμε όπου και αν κοιτάξουμε και που κρύβει πίσω της, στην καλύτερη περίπτωση, την αποσύνδεση μιας ολόκληρης γενιάς.

Τα καλά έργα δεν έχουν διδάγματα. Με διδάγματα προσπαθούν, ίσως, να τα παρουσιάσουν, εκείνοι που δεν τα κατάλαβαν αρκετά. Όμως τις περισσότερες φορές έχουν πράγματα για να κρατήσεις. Κι εκείνο που θα κρατούσα εγώ, είναι το γιατί πρέπει να αποτάσουμε το ψέμα. Με τον σημαντικότερο λόγο να είναι γιατί μαθαίνουμε να λέμε ψέματα στον εαυτό μας. Και ο εαυτός μας είναι εκείνος με τον οποίο τελικά περνάμε τελικά πολύ περισσότερο χρόνο απ’ οτι με τους υπόλλοιπους ανθρώπους, είναι αυτός με τον οποίο πρέπει να κουβεντιάσουμε για να πάρουμε τις αποφάσεις. Και που άραγε θα μας οδηγήσουν αυτές, όταν δεν βασίζονται στην πραγματικότητα, αν όχι σε μια τεράστια φούσκα που θα σκάσει και θα μας αφήσει, αργά ή γρήγορα, πίσω απελπισμένους – ερωτηματικό.

Στην περίπτωση του Πάτρικ Μπέτιμαν η φούσκα αυτή είναι μια φουσκάλα που εκκρίνει αίμα. Και είναι ακριβώς εκεί, που έρχεται η πρόζα. Βγαλμένη από το συγγραφικό αμοκ του Bret Easton Ellis το οποίο σε δεύτερο ανάγνωσμα αφηγείτε έναν κόσμο που οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης γίνονται Βαβέλ που φτήνουν αίμα που πιτσιλά γυμνά κορμιά γυναικών τα οποία τρέχουν απεγνωσμένα σε πίνακες του Μουνκ.

Ναι, υπό την σκοπιά της “Αμερικάνικης Ψύχωσης” η σύνχρονη εποχή είναι η Βαβυλώνα. Και σε αυτόν τον ηδονιστικό κόσμο θα ταξιδέψει ο αναγνώστης. Έναν κόσμο που όποιος μπαίνει μέσα, θα πρέπει να αφήσει πίσω του κάθε ελπίδα. Και αυτό δεν είναι, ίσως για εμάς που μπορεί να μην καταλάβαμε καλά το βιβλίο, ένα δίδαγμα της ζωής;

Happy
Happy
0 %
Sad
Sad
0 %
Excited
Excited
0 %
Sleepy
Sleepy
0 %
Angry
Angry
0 %
Surprise
Surprise
0 %

Average Rating

5 Star
0%
4 Star
0%
3 Star
0%
2 Star
0%
1 Star
0%

Αφήστε μια απάντηση

Previous post Ο μονόλογος της αρχής της απροσδιοριστίας, στον “άντρα που δεν ήταν εκεί”
Close